ὀργίζω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργίζω''': Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ [[κηλέω]], [[αὐτόθι]] D· τῷ [[πραΰνω]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· [[μετὰ]] μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων ; [[αὐτόθι]] 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., [[ἄνθρωπος]] ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. [[ὀργαίνω]]. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67. | |lstext='''ὀργίζω''': Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ [[κηλέω]], [[αὐτόθι]] D· τῷ [[πραΰνω]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· [[μετὰ]] μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων ; [[αὐτόθι]] 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., [[ἄνθρωπος]] ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. [[ὀργαίνω]]. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
X.Eq.9.2 : aor.
A ὤργισα Ar. and Pl. (v. infr.): (ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V.223,404, Pl.Phdr. 267c ; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh.1415a35. II more freq. in Pass., Pl.Phdr.267d, etc. : fut. Med. (in pass. sense) ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc. ; but ὀργισθήσομαι Lys.21.20, D.59.111 : aor. ὠργίσθην Lys.22.2, Pl.Prt.346b, etc.: pf. ὤργισμαι E.Hipp.1413, Ar.V.431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT364, etc.: c. part., τίς γὰρ . . οὐκ ἂν ὀργίζοιτ' . . κλύων; ib.339, etc. ; τινι with a person or thing, E.Hel.1646, Th.4.128, Pl.Ap.23c, al. ; ὑπέρ τινος Th.1.143, Isoc.9.60 ; ἐπί τινι And.1.30, Lys.28.2, etc. ; ἐπί τινος D.21.183 ; διά τι X.An.1.2.26: abs., in part., ἄνθρωπος -όμενος in a passion, Antipho 5.72 ; τὸ -όμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Th.2.59. Cf.ὀργαίνω.
German (Pape)
[Seite 370] zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίζω: Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ κηλέω, αὐτόθι D· τῷ πραΰνω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων ; αὐτόθι 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., ἄνθρωπος ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. ὀργαίνω. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.
French (Bailly abrégé)
ao. ὤργισα, f. et pf. inus.
Pass. f. ὀργισθήσομαι, ao. ὠργίσθην, pf. ὤργισμαι;
mettre en colère, irriter, acc.;
Moy. ὀργίζομαι (f. ὀργιοῦμαι) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.