περιαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαιρέω''': ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι [[περίβλημα]], ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, [[βιβλίον]] περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ [[κάλυμμα]] τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας [[αὐτοῦ]] Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ [[μέσον]] κεῖται [[συχνάκις]] ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ [[μέλος]] Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ [[ἐπεὶ]] περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. [[περιελαύνω]].
|lstext='''περιαιρέω''': ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι [[περίβλημα]], ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, [[βιβλίον]] περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ [[κάλυμμα]] τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας [[αὐτοῦ]] Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ [[μέσον]] κεῖται [[συχνάκις]] ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ [[μέλος]] Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ [[ἐπεὶ]] περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. [[περιελαύνω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιαιρήσω, <i>ao.2</i> περιεῖλον;<br />enlever autour, <i>d’où</i><br /><b>1</b> retirer qch qui enveloppe ; <i>Pass.</i> περιῃρημένοι χρήματα DÉM dépouillés de leurs ressources;<br /><b>2</b> enlever qch qui entoure : τείχη HDT renverser <i>ou</i> raser des murs tout autour ; <i>fig.</i> faire disparaître, supprimer, abroger, acc.;<br /><b>3</b> réfuter successivement, à tour de rôle, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιαιρέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> ôter d’autour (de son doigt, de sa tête, de son corps, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> ôter tout autour pour soi : [[βιβλίον]] HDT défaire les cordons qui entourent une lettre, <i>càd</i> ouvrir ; <i>p. suite</i> τινός [[τι]] dépouiller qqn <i>ou</i> qch de qch qui entoure.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[αἱρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρέω Medium diacritics: περιαιρέω Low diacritics: περιαιρέω Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΩ
Transliteration A: periairéō Transliteration B: periaireō Transliteration C: periaireo Beta Code: periaire/w

English (LSJ)

aor.

   A περιεῖλον Hdt.3.159, etc.:—take away something that surrounds, strip off, remove, c. acc. rei, τεῖχος Hdt.l.c., cf. 6.46, Th.1.108, 4.51, 133; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.3.96; π. τὸν χιτῶνα Arist.HA557b20; δέρματα σωμάτων π. strip skins off from... Pl.Plt.288e; αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες Id.Sph.264e; π. τινὰ αὐτοῦ τῆς ἐξουσίας Hdn.3.11.3; simply, take away from, τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν X.Cyr.2.1.21, etc.:—Med., take off from oneself, π. τὴν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, take off one's helmet, one's signet-ring, Hdt.2.151, 3.41; τὰς ταινίας Pl.Smp.213a; βυβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover] off one's letter, i. e. opening it, Hdt.3.128; π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὑτοῦ Lycurg.35: but Med. is freq. used like Act., strip off, take away, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα X. Cyr.8.1.47; εἴ τις περιελοιτο τῆς ποιήσεως τὸ μέλος Pl.Grg.502c (v.l. for περιέλοι) τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται D.19.220 ; ἁπάντων τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο Id.18.65; περιείλοντό μου ὑποζύγια δύο PCair.Zen.659.7(iii B. C.):—Pass., to be taken off, τοὐπίβλημ' ἐπεὶ περιῃρέθη Nicostr.Com.15; τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Th.3.11; περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Pl.Phdr.231b; τείχη περιῃρημένα D.19.65.    2 make void, cancel a vow, LXXNu.30.13.    3 strike off, cancel an item in an account, PCair.Zen.147 (iii B. C.):—Pass., Sammelb.5136.8 (iii A. D.).    II Pass., c. acc. rei, to be stripped of a thing, have a thing taken off or away from one, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους D.3.31; περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα Id.21.138; τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Id.26.5: with acc. understood, περιαιρεθήσεσθαι ἤμελλον Epicur.Nat.15.34.

German (Pape)

[Seite 568] (s. αἱρέω), etwas Rundherumgehendes weg- oder abnehmen, σφέων τὸ τεῖχος περιεῖλε, er riß die Mauern ringsum nieder, Her. 3, 154. 6, 46; vgl. Thuc. 4, 133; Lys. 13, 14 u. Sp., wie Pol. 19, 1, 1; ὅπλα τινός, Einem die Waffen abnehmen, ihn entwaffnen, u. übertr., περιελῶ σ' ἀλαζονείας, Ar. Equ. 290; δέρματα σωμάτων, Plat. Polit. 288 e; αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες, Soph. 264 e; περιαιρετέον, Arist. oec. 2, 1. – Med. Etwas von sich abnehmen, ablegen, σφρηγῖδα, einen Ring abziehen, Her. 3, 41; auch wie das act., βιβλίον ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος, 3, 128, einen jeden Brief von allen Seiten lösend, ihn entsiegelnd; περιαιρούμενον τὰς ταινίας, Plat. Conv. 213 a, u. öfter; περιαιρεῖσθαί τινος τὰ ὅπλα, Xen. Cyr. 8, 1, 47. – Pass., περιῃρημένων τοσούτων κακῶν, Plat. Phaedr. 231 b; περιῄρηνται τοὺς στεφάνους, Dem. 26, 5, wie περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα, wenn ihm sein Hab und Gut genommen ist, 21, 138; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρέω: ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι περίβλημα, ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ ἄγγος περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον ἀγγεῖον εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως ἁπλῶς, ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, βιβλίον περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ κάλυμμα τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὐτοῦ Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ μέσον κεῖται συχνάκις ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ μέλος Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ ἐπεὶ περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. περιελαύνω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περιαιρήσω, ao.2 περιεῖλον;
enlever autour, d’où
1 retirer qch qui enveloppe ; Pass. περιῃρημένοι χρήματα DÉM dépouillés de leurs ressources;
2 enlever qch qui entoure : τείχη HDT renverser ou raser des murs tout autour ; fig. faire disparaître, supprimer, abroger, acc.;
3 réfuter successivement, à tour de rôle, acc.;
Moy. περιαιρέομαι-οῦμαι;
1 ôter d’autour (de son doigt, de sa tête, de son corps, etc.) acc.;
2 ôter tout autour pour soi : βιβλίον HDT défaire les cordons qui entourent une lettre, càd ouvrir ; p. suite τινός τι dépouiller qqn ou qch de qch qui entoure.
Étymologie: περί, αἱρέω.