ὑποκαθαίρω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκᾰθαίρω''': διὰ καθαρτικοῦ κενώνω [[κάτωθεν]], ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως [[ἐκβάλλω]], τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α. | |lstext='''ὑποκᾰθαίρω''': διὰ καθαρτικοῦ κενώνω [[κάτωθεν]], ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως [[ἐκβάλλω]], τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=purger par le bas.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.
German (Pape)
[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.