πρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui siège auprès, qui se trouve auprès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἕδρα]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα)

   A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794.    II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.