συγκοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ.
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοπή Medium diacritics: συγκοπή Low diacritics: συγκοπή Capitals: ΣΥΓΚΟΠΗ
Transliteration A: synkopḗ Transliteration B: synkopē Transliteration C: sygkopi Beta Code: sugkoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting up into small pieces, Plu.2.912e, POxy.1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.Vit.Auct.19; cutting of metal into pieces for coinage, Peripl.M.Rubr.6: metaph., extreme conciseness, opp. συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ. Longin.42.    2 Gramm., syncope, i.e. cutting a word short by striking out one or more letters, A.D. Adv.169.15, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.Rom. 11.    b = ἀποκοπή v, Longin.39.4.    II stoppage, cutting short, ἡ τοῦ πνεύματος σ. D.H.Comp.15; αἱ σ. τῶν ἤχων ib.22.    III sudden loss of strength, syncope, Aret.SA2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf. σύγκοπος, συγκόπτω 111.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. σύγκοπος.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοπή: ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν μέταλλον εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη βραχύτης, ἀντίθ. τῷ συντομία, Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, ἤλυθον ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, Ἀπολλώνιος περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. σύγκρουσις, αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως κατάπτωσις συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν ἄκρων, Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. σύγκοπος, συγκόπτω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
t. de gramm. syncope, retranchement de syllabes ou de lettres au milieu ou à la fin d’un mot.
Étymologie: συγκόπτω.