ὑπερωέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερωέω''': ἀναπηδῶ [[ὀπίσω]], ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452. | |lstext='''ὑπερωέω''': ἀναπηδῶ [[ὀπίσω]], ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ωῶ;<br />reculer, rétrograder.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρωέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.
German (Pape)
[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.