συνεπόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπόμνῡμι''': [[ἐπόμνυμι]], ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ [[προσέτι]], ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς [[ταῦτα]] πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., [[συνεπόμνυμι]] [[μηδὲ]] ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.
|lstext='''συνεπόμνῡμι''': [[ἐπόμνυμι]], ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ [[προσέτι]], ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς [[ταῦτα]] πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., [[συνεπόμνυμι]] [[μηδὲ]] ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.
}}
{{bailly
|btext=jurer en même temps de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπόμνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπόμνῡμι Medium diacritics: συνεπόμνυμι Low diacritics: συνεπόμνυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synepómnymi Transliteration B: synepomnymi Transliteration C: synepomnymi Beta Code: sunepo/mnumi

English (LSJ)

   A swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.