συνοικουρός: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικουρός''': -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, [[ὅστις]] γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος. | |lstext='''συνοικουρός''': -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, [[ὅστις]] γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[οἰκουρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.