σωρείτης: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωρείτης''': -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ [[σωρείτης]] [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ [[συμπέρασμα]] τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ [[τύπος]] [[σωρίτης]] [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον [[σωρείτης]], ὡς καὶ τὰ [[σωρειτικός]], [[σωρεῖτις]].
|lstext='''σωρείτης''': -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ [[σωρείτης]] [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ [[συμπέρασμα]] τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ [[τύπος]] [[σωρίτης]] [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον [[σωρείτης]], ὡς καὶ τὰ [[σωρειτικός]], [[σωρεῖτις]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj.</i><br />mis en monceau, formé par accumulation : [[σωρείτης]] [[συλλογισμός]] sorite, <i>genre de raisonnement fondé sur une accumulation de prémisses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σωρεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρείτης Medium diacritics: σωρείτης Low diacritics: σωρείτης Capitals: ΣΩΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: sōreítēs Transliteration B: sōreitēs Transliteration C: soreitis Beta Code: swrei/ths

English (LSJ)

σωρ-ειτικός,

   A v. σωρίτης, -ιτικός.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.

Greek (Liddell-Scott)

σωρείτης: -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ σωρείτης [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ συμπέρασμα τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ τύπος σωρίτης εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον σωρείτης, ὡς καὶ τὰ σωρειτικός, σωρεῖτις.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
mis en monceau, formé par accumulation : σωρείτης συλλογισμός sorite, genre de raisonnement fondé sur une accumulation de prémisses.
Étymologie: σωρεύω.