3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνερξις''': ἡ, ([[συνέργω]]) [[σύγκλεισις]], συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν [[λάθρα]] μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· [[οὕτως]], ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α. | |lstext='''σύνερξις''': ἡ, ([[συνέργω]]) [[σύγκλεισις]], συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν [[λάθρα]] μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· [[οὕτως]], ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de resserrer ; resserrement ; <i>particul.</i> ordre de bataille en lignes serrées;<br /><b>2</b> union.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]]. | |||
}} | }} |