ὑδραγωγός: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | |lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui conduit <i>ou</i> amène l’eau ; ὁ [[ὑδραγωγός]] inspecteur des aqueducs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A bringing water, σείριος Plu.2.365f; ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph. ap. Eus.PE3.12: ὑ. φάρμακα purgatives producing watery motions, Gal.11.325. II Subst. ὑ., ὁ, water-carrier, Artem.4.74, JHS24.195 (Greek text of Edict.Diocl.7.31, where aquarius). 2 maker or manager of aqueducts, Plu.2.914b; digger of a channel, Man.1.84. b aqueduct or irrigation channel, with or without irrigation-machinery, LXX4 Ki.18.17, Si.24.30, PCair.Zen.268.36 (iii B. C.), PMich.Zen.45.23 (iii B. C.), PTeb.50.8, al. (ii B. C.), Wilcken Chr.461.21 (iii A. D.), etc.; ὑ. δαψιλής a copious watercourse, 1Enoch28.3. 3 one who drinks much water, dropsical person, Hp.Epid.7.122. 4 a plant, = νυμφαία, Apul.Herb.68.
German (Pape)
[Seite 1173] Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρᾰγωγός: -όν, ὁ φέρων ὕδωρ, σείριος Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. τόπος, πλήρης ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων ὕδωρ, ὑδροφόρος, Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) ὑδραγωγεῖον, Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, ἄνθρωπος ὑδρωπικός, 1240C.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui conduit ou amène l’eau ; ὁ ὑδραγωγός inspecteur des aqueducs.
Étymologie: ὕδωρ, ἄγω.