φράζω: Difference between revisions

2,505 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φράζω''': ποιητ. παρατ. φράζον Πινδ. Ν. 1. 93· μέλλ. φράσω Ἀττι.· ― ἀόρ. α΄ ἔφρᾰσα Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 128, εἰς Ἑρμ. 442, Ἡρόδ., κλπ.· Ἐπικ. φράσα Ὀδ Λ. 22· φράσσα Πινδ. Π. 4. 208· ― πρκμ. πέφρᾰκα Ἰσοκρ 101Α· ― Ἐπικ. ἀόρ. β΄ πέφρᾰδον, [[ἐπέφραδον]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ προσ. (ἐν Ὀδ. Α. 273., Θ. 142, [[πέφραδε]] [[εἶναι]] προστ.) εὐκτ. πεφράδοι Ἰλ. Ξ 335· ἀπαρ. πεφραδέειν, πεφραδέμεν Ὀδ. Τ 477., Η 49· α΄ πρόσωπ. [[ἐπέφραδον]] μόνον ἐν Ἰλ. Κ. 127· ― Μέσ. καὶ παθ. φράζομαι. Ἐπικ. προστ. φράζεο, φράζευ Ἰλ. Ε. 440., Ι. 251· ἀπαρ. φράζεσθαι (ἐν χρήσει ἀντὶ προστ.) Ὀδ. Α. 294· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. παρατ φράζετο. φραζέσκετο Λ. 624, Ὕμν Ὁμηρ. εἰς Ἀπολλ. 346 ― μέλλ. φράσομαι Ἰλ. Ο. 234, Ἐπικ. φράσσομαι Ὀδ. Π. 238 ― ἀόρ. α΄ ἐφρασάμην Ρ. 161, Ἐπικ. φρασάμην Ψ. 75· γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. ἐφράσσατο, φράσσαντο Δ. 529, Ἰλ. Ο. 671· προστ. φράσαι Ὀδ. Ω. 331. Ἐπικ. γ΄ ἑνικ τῆς ὑποτ. [[φράσσεται]] [[αὐτόθι]] 217· Ἐπικ. ἀπαρ. φράσσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. ― ἀόρ. παθ. ἐφράσθην Ὀδ. Τ. 485., Ψ. 260, Ἡρόδ. 1. 84. Εὐρ. Ἑκ. 546· ― παθητ. πρκμ. πέφρασμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 437, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 209· μετοχ., προπεφραδμένος Ἡσ Ἔργ κ Ἡμ. 653. ― Ὁ μέσ. ἀόρ. [[εἶναι]] [[κυρίως]] Ἑπικ. εἰ καὶ ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ Σόλωνι 4. 4., 31 1, ἐν Ἀρχιλόχῳ 88, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 113, ἐν Εὐρ. Μηδ. 653. (Ἐκ τῆς √ΦΡΑΔ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ πέφραδον καὶ ταῖς λέξεσι φραδή, φραδής, φράδμων, φραδμοσύνη). Δεικνύω, ὑποδεικνύω, δηλῶ (ἡ μόνη [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ.), ἐς χῶρον ὃν φράσε Κίρκη Ὀδ. Λ. 22, πρβλ Ἰλ. Ψ, 138. ᾗ οἱ [[Ἀθήνη]] [[πέφραδε]] [[δῖον]] ὑφορβὸν Ὀδ. Ξ 3· σήματ’…, τά οἱ [[ἔμπεδα]] πέφραδ’ [[Ὀδυσσεύς]], ἔδειξε, Τ. 250, Ψ. 206· μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσιν, δεῖξον, [[κάμε]] γνωστὸν τὸ λόγον εἰς πάντας, κατ’ Εὐστάθ. «[[πέφραδε]] ἀντὶ τοῦ εἰπέ», Α. 273, πρβλ. Θ. 142· οὕτω, δεῖξε καὶ ἔφρασε Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 128· φράσσατέ μοι δρόμους, δείξατέ μοι..., Πινδ. Π. 4. 207· ἔφρασε τὴν ἀτραπὸν Ἡρόδ. 7. 213· ἀπολ., φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε ὁ αὐτ. 4. 113· ἀντὶ φωνῆς φράζε... χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1061. 2) [[κυρίως]], δεικνύω, δηλῶ, ἐξηγοῦμαι, φανερώνω, [[λέγω]], [[διακηρύττω]], ἐκφράζομαι, λόγον, [[ἔπος]], [[ὄνομα]] Πίνδ. Ο. 2. 108, Αἰσχύλ. Πέρσ. 173, Ἱκέτ. 319· φρ. τινί τι Ἡρόδ. 6. 100· ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ’ ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 781· τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. Νεφ. 359, κλπ.· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., φρ. τινά τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 107· φρ. τι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 267C· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Ἰσοκρ. (ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἐπί τινος ὁ αὐτ. 419D· ἔτι καὶ [[μετὰ]] γεν., [[λέγω]] [[περί]] τινος, τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων, ἐν οἷς νῦν ἐστι Σοφ. Τραχ. 1122 (πρβλ. εἰπὲ δέ μοι πατρός... εἰ... Ὀδ. Λ. 174)· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, φρ. ὅτι... Λυσίας 94. 30, Πλάτ., κλπ.· φρ. ὡς δεῖ Ξεν. Οἰκ. 16. 8· φρ. οἷ ἐπορσύνθη κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 267, πρβλ. Πρ. 995, κλπ.· σπανίως [[μετὰ]] μετοχ., φρ. πόσιν [[ἔνδον]] ἐόντα Ὀδ. Τ. 477· ᾖ οἱ [[Ἀθήνη]] [[πέφραδε]] [[δῖον]] ὑφορβὸν (ἐξυπακ. ἐόντα) Ξ. 3, πρβλ. Η. 49· ― ἀλλὰ διαφέρει ἀείποτε τοῦ [[λέγω]], ὡς σημαῖνον πλέον τι ἢ τὸ [[ἁπλῶς]] λέγειν (ἴδε ἐν λ. [[λαλέω]]), φράσον, [[ἅπερ]] γ’ ἔλεξας, ἐξήγησον, διασαφήνισον [[ἅπερ]] ἔλεξας, Σοφ. Φιλ. 559· φράζε δὴ τί φῂς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Συρ. 655· φράζουσιν ἃ λέγει Ξεν. Ἀν. 2. 4, 18· φανερώτερον, φ. λόγῳ Σοφ. Φιλ. 49, Πλάτ. Νόμ. 814C· οὐχ [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν, ἀλλὰ σαφῶς φράσαι περὶ αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124, πρβλ. τὸν αὐτ. 404 ἐν τέλει· [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν διδασκόντων, Ἀντιφῶν 143. 3, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· ἐπὶ μαντείων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1048, Πλοῦτ. 46, Πλάτ. Νόμ. 923Α, κλπ.· ἐπὶ ἐπιστολῶν, Πλουτ. Κικ. 15· ― ἀπολ., τοῦτο φράζει, τοῦτο σημαίνει... Ξεν. Συμπ. 8. 30. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[λέγω]] ἢ ὁδηγῶ τινα νὰ πράξῃ τι, ἵνα γάρ [[σφιν]] [[ἐπέφραδον]] ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127, πρβλ. Ὀδ. Θ. 68· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε... Κίρκη (ἐξυπακ. ἰέναι) Κ. 549· σιγᾶν φ. τινὶ Ἀριστοφ. Εἰρ. 98· τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν Θουκ. 6. 58, πρβλ. 3. 15· σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., Θεόκρ. 25. 47. 3) ἀπολ., δίδω γνώμην, [[συμβουλεύω]], Σοφ. Ἠλ. 197, Αἰσχίν. 18. 17. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ., δεικνύω ἢ δηλῶ πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, συζητῶ κατ’ ἐμαυτόν, τι παρ’ Ὁμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττικ. ποιηταῖς· ἀλλ’ οὐχὶ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις. [[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ’ ἐθέλησθα Ἰλ. Α. 554· φράζεσθαι βουλήν, βουλὰς Σ. 313, Ὀδ. Λ. 510· ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Ἰλ. Ι. 423· [[μετὰ]] φρεσὶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· θυμῷ πολλὰ μάλ’ ἀμφὶ φόνῳ Ἰλ. Π. 646· ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο Ἡρόδ. 1. 84· ― ἀμφὶς φράζονται, διάφορα φρονοῦσι, διχογνωμοῦσιν, Ἰλ. Β. 14. συχνάκ. ἕπεται [[πρότασις]] διὰ τοῦ εἰ [[μετὰ]] μέλλ. ὁριστ., σὺ δὲ φράσαι, εἴ με σαώσεις, «λόγισαι, σκέψαι [[ὅπως]] μὲ σώσῃς» (Σχόλ.), Α. 83, Ὀδ. Κ. 192, πρβλ. Ρ. 279. 2) [[σκέπτομαι]], διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, φρ. τινι κακά, θάνατον, ὄλεθρον Β. 367, Γ. 242, Ν. 373· μέγ’ [[ὄνειαρ]] Δ. 444. ἐσθλὰ Ἰλ. Μ. 212· φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἤριον Ψ. 126 [[φράσσεται]] ὥς κε νέηται, θὰ σκεφθῇ, θὰ ἐπινοήσῃ τρόπον πῶς νά…, Ὀδ. Α. 205· φρ. [[ὅπως]] ὄχ’ ἄριστα γένοιτο Γ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1041. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[σκέπτομαι]], ὑποθέτω, [[νομίζω]], [[πιστεύω]], φαντάζομαι ὅτι..., Ὀδ. Λ. 624· [[οὕτως]], οὐκ ἐφράζετο δυνατὸς [[εἶναι]] Ἡρόδ. 3. 154· σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, οὐ φράζεται τελέων, δὲν νομίζει ὅτι θὰ ἀποθάνῃ, Πίνδ. Ι. ἐν τέλει. 4) παρατηρῶ, τοῖον ἐγὼν οἰωνὸν... ἐφρασάμην Ὀδ. Ρ. 161· τὴν (ἐξυπακ. τὴν οὐλὴν) ἀπονίζουσα φρασάμην Ψ. 75· [[μετὰ]] μετοχῆς, τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Ἰλ. Κ. 339, πρβλ. Ψ. 453· ἔφραζες σῆς [[προκείμενον]] νέκυν γυναικὸς Εὐρ. Ἄλκ. 1012· ― παρὰ μεταγενεστ. [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[αἰσθάνομαι]], χειμῶνος Ἄρατ. 745· πομπᾶς Θεόκρ. 2. 84. 5) φυλάττω, παραφυλάττω, ὀρσοθύρην Ὀδ. Χ. 129· ― [[ὡσαύτως]], φυλάττομαι, προφυλάττομαι, [[προσέχω]], ξύλινον [[λόχον]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57· [[συχν]]. ἐν τῇ προστ., φράζευ κύνα, cave canem, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030· φράσσαι κυναλώπεκα [[αὐτόθι]] 1067· ― [[μετὰ]] μετοχῆς, φράζου μὴ [[πόρσω]] φωνεῖν Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 52. φράζεο δή, μή... μάρψῃ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065, πρβλ. Ἱππ. 1067. ― ἀπολ., [[προσέχω]], φράζου Αἰσχύλ. Εὐμ. 130, Σοφ. Ἠλ. 383 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
|lstext='''φράζω''': ποιητ. παρατ. φράζον Πινδ. Ν. 1. 93· μέλλ. φράσω Ἀττι.· ― ἀόρ. α΄ ἔφρᾰσα Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 128, εἰς Ἑρμ. 442, Ἡρόδ., κλπ.· Ἐπικ. φράσα Ὀδ Λ. 22· φράσσα Πινδ. Π. 4. 208· ― πρκμ. πέφρᾰκα Ἰσοκρ 101Α· ― Ἐπικ. ἀόρ. β΄ πέφρᾰδον, [[ἐπέφραδον]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ προσ. (ἐν Ὀδ. Α. 273., Θ. 142, [[πέφραδε]] [[εἶναι]] προστ.) εὐκτ. πεφράδοι Ἰλ. Ξ 335· ἀπαρ. πεφραδέειν, πεφραδέμεν Ὀδ. Τ 477., Η 49· α΄ πρόσωπ. [[ἐπέφραδον]] μόνον ἐν Ἰλ. Κ. 127· ― Μέσ. καὶ παθ. φράζομαι. Ἐπικ. προστ. φράζεο, φράζευ Ἰλ. Ε. 440., Ι. 251· ἀπαρ. φράζεσθαι (ἐν χρήσει ἀντὶ προστ.) Ὀδ. Α. 294· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. παρατ φράζετο. φραζέσκετο Λ. 624, Ὕμν Ὁμηρ. εἰς Ἀπολλ. 346 ― μέλλ. φράσομαι Ἰλ. Ο. 234, Ἐπικ. φράσσομαι Ὀδ. Π. 238 ― ἀόρ. α΄ ἐφρασάμην Ρ. 161, Ἐπικ. φρασάμην Ψ. 75· γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. ἐφράσσατο, φράσσαντο Δ. 529, Ἰλ. Ο. 671· προστ. φράσαι Ὀδ. Ω. 331. Ἐπικ. γ΄ ἑνικ τῆς ὑποτ. [[φράσσεται]] [[αὐτόθι]] 217· Ἐπικ. ἀπαρ. φράσσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. ― ἀόρ. παθ. ἐφράσθην Ὀδ. Τ. 485., Ψ. 260, Ἡρόδ. 1. 84. Εὐρ. Ἑκ. 546· ― παθητ. πρκμ. πέφρασμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 437, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 209· μετοχ., προπεφραδμένος Ἡσ Ἔργ κ Ἡμ. 653. ― Ὁ μέσ. ἀόρ. [[εἶναι]] [[κυρίως]] Ἑπικ. εἰ καὶ ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρὰ Σόλωνι 4. 4., 31 1, ἐν Ἀρχιλόχῳ 88, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 113, ἐν Εὐρ. Μηδ. 653. (Ἐκ τῆς √ΦΡΑΔ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ πέφραδον καὶ ταῖς λέξεσι φραδή, φραδής, φράδμων, φραδμοσύνη). Δεικνύω, ὑποδεικνύω, δηλῶ (ἡ μόνη [[σημασία]] τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ.), ἐς χῶρον ὃν φράσε Κίρκη Ὀδ. Λ. 22, πρβλ Ἰλ. Ψ, 138. ᾗ οἱ [[Ἀθήνη]] [[πέφραδε]] [[δῖον]] ὑφορβὸν Ὀδ. Ξ 3· σήματ’…, τά οἱ [[ἔμπεδα]] πέφραδ’ [[Ὀδυσσεύς]], ἔδειξε, Τ. 250, Ψ. 206· μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσιν, δεῖξον, [[κάμε]] γνωστὸν τὸ λόγον εἰς πάντας, κατ’ Εὐστάθ. «[[πέφραδε]] ἀντὶ τοῦ εἰπέ», Α. 273, πρβλ. Θ. 142· οὕτω, δεῖξε καὶ ἔφρασε Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 128· φράσσατέ μοι δρόμους, δείξατέ μοι..., Πινδ. Π. 4. 207· ἔφρασε τὴν ἀτραπὸν Ἡρόδ. 7. 213· ἀπολ., φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε ὁ αὐτ. 4. 113· ἀντὶ φωνῆς φράζε... χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1061. 2) [[κυρίως]], δεικνύω, δηλῶ, ἐξηγοῦμαι, φανερώνω, [[λέγω]], [[διακηρύττω]], ἐκφράζομαι, λόγον, [[ἔπος]], [[ὄνομα]] Πίνδ. Ο. 2. 108, Αἰσχύλ. Πέρσ. 173, Ἱκέτ. 319· φρ. τινί τι Ἡρόδ. 6. 100· ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ’ ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 781· τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. Νεφ. 359, κλπ.· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., φρ. τινά τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 107· φρ. τι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 267C· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Ἰσοκρ. (ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἐπί τινος ὁ αὐτ. 419D· ἔτι καὶ [[μετὰ]] γεν., [[λέγω]] [[περί]] τινος, τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων, ἐν οἷς νῦν ἐστι Σοφ. Τραχ. 1122 (πρβλ. εἰπὲ δέ μοι πατρός... εἰ... Ὀδ. Λ. 174)· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, φρ. ὅτι... Λυσίας 94. 30, Πλάτ., κλπ.· φρ. ὡς δεῖ Ξεν. Οἰκ. 16. 8· φρ. οἷ ἐπορσύνθη κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 267, πρβλ. Πρ. 995, κλπ.· σπανίως [[μετὰ]] μετοχ., φρ. πόσιν [[ἔνδον]] ἐόντα Ὀδ. Τ. 477· ᾖ οἱ [[Ἀθήνη]] [[πέφραδε]] [[δῖον]] ὑφορβὸν (ἐξυπακ. ἐόντα) Ξ. 3, πρβλ. Η. 49· ― ἀλλὰ διαφέρει ἀείποτε τοῦ [[λέγω]], ὡς σημαῖνον πλέον τι ἢ τὸ [[ἁπλῶς]] λέγειν (ἴδε ἐν λ. [[λαλέω]]), φράσον, [[ἅπερ]] γ’ ἔλεξας, ἐξήγησον, διασαφήνισον [[ἅπερ]] ἔλεξας, Σοφ. Φιλ. 559· φράζε δὴ τί φῂς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Συρ. 655· φράζουσιν ἃ λέγει Ξεν. Ἀν. 2. 4, 18· φανερώτερον, φ. λόγῳ Σοφ. Φιλ. 49, Πλάτ. Νόμ. 814C· οὐχ [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν, ἀλλὰ σαφῶς φράσαι περὶ αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124, πρβλ. τὸν αὐτ. 404 ἐν τέλει· [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν διδασκόντων, Ἀντιφῶν 143. 3, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· ἐπὶ μαντείων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1048, Πλοῦτ. 46, Πλάτ. Νόμ. 923Α, κλπ.· ἐπὶ ἐπιστολῶν, Πλουτ. Κικ. 15· ― ἀπολ., τοῦτο φράζει, τοῦτο σημαίνει... Ξεν. Συμπ. 8. 30. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[λέγω]] ἢ ὁδηγῶ τινα νὰ πράξῃ τι, ἵνα γάρ [[σφιν]] [[ἐπέφραδον]] ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127, πρβλ. Ὀδ. Θ. 68· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε... Κίρκη (ἐξυπακ. ἰέναι) Κ. 549· σιγᾶν φ. τινὶ Ἀριστοφ. Εἰρ. 98· τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν Θουκ. 6. 58, πρβλ. 3. 15· σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., Θεόκρ. 25. 47. 3) ἀπολ., δίδω γνώμην, [[συμβουλεύω]], Σοφ. Ἠλ. 197, Αἰσχίν. 18. 17. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ., δεικνύω ἢ δηλῶ πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, συζητῶ κατ’ ἐμαυτόν, τι παρ’ Ὁμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττικ. ποιηταῖς· ἀλλ’ οὐχὶ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις. [[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ’ ἐθέλησθα Ἰλ. Α. 554· φράζεσθαι βουλήν, βουλὰς Σ. 313, Ὀδ. Λ. 510· ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Ἰλ. Ι. 423· [[μετὰ]] φρεσὶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· θυμῷ πολλὰ μάλ’ ἀμφὶ φόνῳ Ἰλ. Π. 646· ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο Ἡρόδ. 1. 84· ― ἀμφὶς φράζονται, διάφορα φρονοῦσι, διχογνωμοῦσιν, Ἰλ. Β. 14. συχνάκ. ἕπεται [[πρότασις]] διὰ τοῦ εἰ [[μετὰ]] μέλλ. ὁριστ., σὺ δὲ φράσαι, εἴ με σαώσεις, «λόγισαι, σκέψαι [[ὅπως]] μὲ σώσῃς» (Σχόλ.), Α. 83, Ὀδ. Κ. 192, πρβλ. Ρ. 279. 2) [[σκέπτομαι]], διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, φρ. τινι κακά, θάνατον, ὄλεθρον Β. 367, Γ. 242, Ν. 373· μέγ’ [[ὄνειαρ]] Δ. 444. ἐσθλὰ Ἰλ. Μ. 212· φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἤριον Ψ. 126 [[φράσσεται]] ὥς κε νέηται, θὰ σκεφθῇ, θὰ ἐπινοήσῃ τρόπον πῶς νά…, Ὀδ. Α. 205· φρ. [[ὅπως]] ὄχ’ ἄριστα γένοιτο Γ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1041. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[σκέπτομαι]], ὑποθέτω, [[νομίζω]], [[πιστεύω]], φαντάζομαι ὅτι..., Ὀδ. Λ. 624· [[οὕτως]], οὐκ ἐφράζετο δυνατὸς [[εἶναι]] Ἡρόδ. 3. 154· σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, οὐ φράζεται τελέων, δὲν νομίζει ὅτι θὰ ἀποθάνῃ, Πίνδ. Ι. ἐν τέλει. 4) παρατηρῶ, τοῖον ἐγὼν οἰωνὸν... ἐφρασάμην Ὀδ. Ρ. 161· τὴν (ἐξυπακ. τὴν οὐλὴν) ἀπονίζουσα φρασάμην Ψ. 75· [[μετὰ]] μετοχῆς, τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Ἰλ. Κ. 339, πρβλ. Ψ. 453· ἔφραζες σῆς [[προκείμενον]] νέκυν γυναικὸς Εὐρ. Ἄλκ. 1012· ― παρὰ μεταγενεστ. [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[αἰσθάνομαι]], χειμῶνος Ἄρατ. 745· πομπᾶς Θεόκρ. 2. 84. 5) φυλάττω, παραφυλάττω, ὀρσοθύρην Ὀδ. Χ. 129· ― [[ὡσαύτως]], φυλάττομαι, προφυλάττομαι, [[προσέχω]], ξύλινον [[λόχον]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57· [[συχν]]. ἐν τῇ προστ., φράζευ κύνα, cave canem, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030· φράσσαι κυναλώπεκα [[αὐτόθι]] 1067· ― [[μετὰ]] μετοχῆς, φράζου μὴ [[πόρσω]] φωνεῖν Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 52. φράζεο δή, μή... μάρψῃ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065, πρβλ. Ἱππ. 1067. ― ἀπολ., [[προσέχω]], φράζου Αἰσχύλ. Εὐμ. 130, Σοφ. Ἠλ. 383 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φράσω, <i>ao.</i> ἔφρασα, <i>pf.</i> πέφρακα;<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> mettre dans l’esprit ; faire comprendre, expliquer, indiquer par signe aussi bien que par la parole : σήματα OD indiquer par la parole des signes, des marques (qui montrent qu’on a vu la personne dont on parle) ; διὰ γραμμάτων PLUT faire comprendre <i>ou</i> expliquer par des lettres ; διὰ μαντικῆς XÉN faire comprendre par la divination ; [[τῇ]] χειρί HDT faire comprendre par des signes de la main ; μῦθον πᾶσιν OD expliquer clairement à tous ce qu’on veut dire ; φράσον δ’ [[ἅπερ]] γ’ ἔλεξας SOPH explique ce que tu as dit ; [[τοῦτο]] φράζει XÉN cela signifie ; τινί [[τι]] φράζειν, φρ. [[τι]] [[πρός]] τινα, φρ. τινά [[τι]] expliquer qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>après Homère</i> faire comprendre par la parole :<br /><b>1</b> énoncer, exposer, expliquer, acc.;<br /><b>2</b> annoncer;<br /><b>3</b> confier, raconter;<br /><b>4</b> ordonner : τινί avec l’inf. à qqn de faire qch;<br /><b>5</b> conseiller;<br /><i><b>Moy.</b></i> φράζομαι <i>(ion. et poét.), f.</i> φράσομαι, <i>ao.</i> ἐφρασάμην <i>et</i> ἐφράσθην, <i>pf.</i> πέφρασμαι : <i>litt.</i> se mettre dans l’esprit <i>ou</i> avoir dans l’esprit, <i>d’où</i> :<br /><b>I.</b> penser :<br /><b>1</b> penser, être d’avis : [[ἀμφίς]] IL être d’avis différent;<br /><b>2</b> penser, réfléchir : [[τι]] à qch ; θυμῷ IL, ἐνὶ φρεσί IL, μετὰ φρεσίν OD réfléchir dans son cœur ; φρ. βουλήν IL, μῆτιν IL méditer un dessein ; avec [[εἰ]], réfléchir pour décider si;<br /><b>3</b> méditer : τινι κακά OD, θάνατον OD, ὄλεθρον OD des desseins funestes, la mort, la perte de qqn ; τινι [[ἠρίον]] IL d’élever un tombeau à qqn;<br /><b>II.</b> apprendre : [[τι]] ATT qch ; [[ἐξ]] ἑτέρων μύθων EUR apprendre par les récits d’autrui;<br /><b>III.</b> remarquer, s’apercevoir de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un acc. accompagné d’un part. : τινα προσιόντα IL remarquer qqn s’approchant;<br /><b>IV.</b> considérer, observer, faire attention à, veiller sur : [[τι]] <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]] être attentif à qch.<br />'''Étymologie:''' R. Φράδ, parler.
}}
}}