συνοχή: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cohésion, jonction, union ; contention d’esprit, attention;<br /><b>2</b> resserrement : [[ἐν]] ξυνοχῇσιν ὁδοῦ IL à l’endroit où la route se resserre, carrefour.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cohésion, jonction, union ; contention d’esprit, attention;<br /><b>2</b> resserrement : [[ἐν]] ξυνοχῇσιν ὁδοῦ IL à l’endroit où la route se resserre, carrefour.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἔχω]]): pl., [[meeting]], ὁδοῦ, of the [[forward]] and the homestretch, Il. 23.330†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (συνέχω)
A holding together, μηχανημάτων Orib.49.4.75; grasping in the hand, ῥόας Philostr.VA4.28. 2 maintenance, control, σ. ἡ ἑαυτοῦ selfmaintenance, Chrysipp.Stoic.2.173; προνοίᾳ καὶ σ. θεοῦ Placit.2.4.2; σ. τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας Epicur.Fr.361. II (συνέχομαι) a being held together, 1 contraction, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ where the road contracts, at a narrow part of the road, Il.23.330; ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν in the narrows or straits, A.R.2.318; ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος Id.1.1006. 2 conflict in battle, ἐνὶ ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Q.S.4.342; ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο A.R.1.160; στυγερῶν ἐγ ξυνοχαῖς πολέμων IG9(1).1064 (Anticyra, iii B.C.). 3 continuity, Arist.Top.122b26, cf. Alex.Aphr.ad loc.; σ. κατὰ τόπον Apollod.Stoic. 3.260; coherence, σ. καὶ ἕνωσις τῶν μερῶν Dam.Pr.112, al.; combination of elements, Plot.2.9.5. b intension or connotation, Dam.Pr.263. 4 line of union, meeting-place, βλεφάρων Coluth.74; ξ. χιτῶνος the joining of the tunic on the shoulder, A.R.1.744; ἡ κατὰ τὴν ἐσθῆτα σ. the clinging of the garment to the body, Arr.Epict.4.11.12. 5 metaph., distress, affliction, Ev.Luc.21.25, 2 Ep.Cor.2.4; oppression, Vett.Val.2.8(pl.),PMag.Lond.122.35; detention, imprisonment, BGU 1821.21 (i B.C.), PLond.2.354.24 (i B.C.), Vett.Val.74.23, Man.1.313 (pl.), al.: but of going to bed in disease, ἀκίνδυνος ἔσται ἡ σ. Serapio in Cat.Cod.Astr.1.102. 6 trap, gin, snare, LXX Jd.2.3 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοχή: Ἀττ. ξυν-, ἡ, (συνέχω) συγκράτησις, τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) συστολή, σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, ἔνθα ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) συμπλοκή, ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) συνέχεια, Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ σημεῖον ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον σύνδεσις τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ σῶμα συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, κώλυμα, τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. ἑαυτοῦ, ἡ ἐφ’ ἑαυτοῦ συγκράτησις, κυριότης, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ αὐτόθι 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., ἀνάγκη, στενοχωρία, θλῖψις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 cohésion, jonction, union ; contention d’esprit, attention;
2 resserrement : ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ IL à l’endroit où la route se resserre, carrefour.
Étymologie: συνέχω.
English (Autenrieth)
(ἔχω): pl., meeting, ὁδοῦ, of the forward and the homestretch, Il. 23.330†.