βιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βρώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἔβρων]], <i>pf.</i> [[βέβρωκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[βρωθήσομαι]], <i>ao.</i> ἐβρώθην, <i>pf.</i> βέβρωμαι, <i>f.ant.</i> [[βεβρώσομαι]];<br />dévorer, manger avec avidité : [[τι]] qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; <i>fig.</i> dévorer <i>ou</i> engloutir (une fortune).<br />'''Étymologie:''' R. Βορ <i>ou</i> Βρω, dévorer, engloutir ; cf. [[βορά]], [[βρῶμα]] et <i>lat.</i> voro.
|btext=<i>f.</i> βρώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἔβρων]], <i>pf.</i> [[βέβρωκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[βρωθήσομαι]], <i>ao.</i> ἐβρώθην, <i>pf.</i> βέβρωμαι, <i>f.ant.</i> [[βεβρώσομαι]];<br />dévorer, manger avec avidité : [[τι]] qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; <i>fig.</i> dévorer <i>ou</i> engloutir (une fortune).<br />'''Étymologie:''' R. Βορ <i>ou</i> Βρω, dévorer, engloutir ; cf. [[βορά]], [[βρῶμα]] et <i>lat.</i> voro.
}}
{{Autenrieth
|auten=perf. [[part]]. [[βεβρωκώς]], [[pass]]. fut. [[βεβρώσεται]]: [[eat]], [[devour]]; χρήματα [[βεβρώσεται]], Od. 2.203.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβρώσκω Medium diacritics: βιβρώσκω Low diacritics: βιβρώσκω Capitals: ΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: bibrṓskō Transliteration B: bibrōskō Transliteration C: vivrosko Beta Code: bibrw/skw

English (LSJ)

Babr.108.9, (cf. βρώζω, βορά)

   A · βρώσομαι Philostr.VA3.40: aor. ἔβρωσα (ἀν-) Nic.Th.134; inf. βρῶξαι (κατα-) Epic. in Arch.Pap.7.5: Ep. aor. 2 ἔβρων Call.Jov.49, (κατ-) h.Ap.127 : pf. βέβρωκα Il.22.94, Eup.68; sync. part. βεβρώς, ῶτος, S.Ant.1022; opt. βεβρώθοις, as iffrom pf. βέβρωθα, Il.4.35:—Pass., pres., Hp.Aff.4:fut. βρωθήσομαι Lyc.1421, S.E.P.3.227; βεβρώσομαι Od.2.203: aor ἐβρώθην Hp.Acut.37, etc., (κατ-) Hdt.3.16: pf. βέβρωμαι A.Ag.1097 (lyr.), (δια-) Pl. Ti.83a, (κατα-) SIG2587.310: plpf. ἐβέβρωτο Hp.Epid.4.19. —In Ion. Prose and LXX βέβρωκα ἐβρώθην βέβρωμαι take the place of Att. ἐδήδοκα ἠδέσθην ἐδήδεσμαι:—eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.22.94, etc.; οὐδὲν βεβρ. Eup.68: c. gen., eat of a thing, [λέων] βεβρωκὼς βοός Od.22.403; τῶν μελῶν βεβρωκότες Ar.V.463; κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224: abs., βεβρωκώς, opp. πεινῶν, Arist.HA 629b9; β. καὶ πεπωκώς Id.Fr.232, cf. Plb.3.72.6, Ev.Jo.6.13:—Pass., to be eaten, Hp.Acut.37; of teeth, decay, Id.Epid.4.19; χρήματα δ' αὖτε κακῶς βεβρώοεται will be devoured, Od.2.203; βεβρωμένοι ἄρτοι mouldy bread, LXX Jo.9.12; ῥίζα βεβρ. worm-eaten, Dsc.3.9; to be bitten, ὑπὸ τῶν κροκοδείλων Gal.14.246.

German (Pape)

[Seite 444] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην; essen, verzehren, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; κρειῶν βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72.

Greek (Liddell-Scott)

βιβρώσκω: Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα εἶναι πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *βρόχω)· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις βεβρώθοις, ὡσεὶ ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. καταβρώθω). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ βορά, βορός, βρῶμα· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago (ὥστελέξις βάραθρον ἀνήκει ἴσως εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, κατατρώγω, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐκβιβρώσκω, λίπος)· μ. γεν., τρώγω ἔκ τινος πράγματος (μέρος δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ αὖτε κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.

French (Bailly abrégé)

f. βρώσομαι, ao.2 ἔβρων, pf. βέβρωκα;
Pass. f. βρωθήσομαι, ao. ἐβρώθην, pf. βέβρωμαι, f.ant. βεβρώσομαι;
dévorer, manger avec avidité : τι qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; fig. dévorer ou engloutir (une fortune).
Étymologie: R. Βορ ou Βρω, dévorer, engloutir ; cf. βορά, βρῶμα et lat. voro.

English (Autenrieth)

perf. part. βεβρωκώς, pass. fut. βεβρώσεται: eat, devour; χρήματα βεβρώσεται, Od. 2.203.