ἄπλετος: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(Bailly1_1) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />infini, immense.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πίμπλημι]]. | |btext=ος, ον :<br />infini, immense.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πίμπλημι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἄπλετος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[boundless]] [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]] (I. 4.11) ]απλετω[ P. Oxy 2442. fr. 103. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A boundless, immense, ἠέρος ὕψος Emp.17.18; αὐγή Id.135; δόξα Pi.I.4(3).11; βάρος S.Tr.982; also found in Prose, χρυσὸς ἄ. Hdt.1.14,50,al.; ἅλες, ὕδωρ, 4.53, 8.12; οἰμωγή 6.58; μάχη Pl.Sph. 246c; ἄ. καὶ ἀμήχανον [χρόνου πλῆθος] Id.Lg.676b; ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις ib.683a; χιών X.An.4.4.11; πλῆθος Arist.GA755b26; ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Id.Mete.355b23; ῥαφανίδες ἄ. τὸ πάχος Id.Pr. 924a27; θόρυβος Plb.1.50.3, al.; φύσις Plot.5.5.6; δύναμις 4.8.6.
German (Pape)
[Seite 292] meist p. Nebenform von ἄπλατος (denn die Abltg von πίμπλημι ist falsch), unnahbar, schrecklich, ungeheuer; δόξα Pind. I. 3, 29; βάρος Soph. Trach. 982; Her. χρόνος 1, 14. 50. 3, 106. 9, 109; ἅλες 4, 53; οἰμωγή 4, 58. 8, 99; Plat. μάχη Soph. 246 c; ἄπλετόν τι καὶ ἀμήχανον Legg. III, 676 c (nach den mss., vulg. ἄπειρον); ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις 683 a; unermeßlich, χιών Xen. An. 4, 4, 11; Luc. Dea Syr. 5; χρόνος ep. 29 (X, 28); ὕδωρ Nicarch. 12 (XI, 71).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλετος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, ἄπειρος, ἀμέτρητος, ὕψος Ἐμπεδ. 439· δόξα Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες ὕδωρ, 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· μάχη Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις αὐτόθι 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· πλῆθος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ πλῆθος αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ πάχος ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· θόρυβος Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, πίμπλημι, πλέως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.
English (Slater)
ἄπλετος, -ον
1 boundless ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.11) ]απλετω[ P. Oxy 2442. fr. 103.