ἔνειμι: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[εἰμί]]), ἔνεστι, [[ἔνειμεν]], ἔνεισι, opt. ἐνείη, ipf. [[ἐνῆεν]], [[ἐνέην]], [[ἔνεσαν]]: be in or on; w. dat., Od. 10.45, or adv., Il. 24.240 ; ἔν τινι, Il. 6.244; [[ὀλίγος]] δ' [[ἔτι]] θῦμὸς [[ἐνῆεν]], ‘[[there]] [[was]] [[little]] [[life]] [[remaining]] in me,’ Il. 1.593 ; εἰ χάλκεόν μοι [[ἦτορ]] ἐνείη, ‘had I a [[heart]] of [[bronze]] [[within]] me,’ Il. 2.490. | |auten=([[εἰμί]]), ἔνεστι, [[ἔνειμεν]], ἔνεισι, opt. ἐνείη, ipf. [[ἐνῆεν]], [[ἐνέην]], [[ἔνεσαν]]: be in or on; w. dat., Od. 10.45, or adv., Il. 24.240 ; ἔν τινι, Il. 6.244; [[ὀλίγος]] δ' [[ἔτι]] θῦμὸς [[ἐνῆεν]], ‘[[there]] [[was]] [[little]] [[life]] [[remaining]] in me,’ Il. 1.593 ; εἰ χάλκεόν μοι [[ἦτορ]] ἐνείη, ‘had I a [[heart]] of [[bronze]] [[within]] me,’ Il. 2.490. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἔνειμι]] <br /> <b>1</b> be, [[lie]] in c. dat. ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ [[νᾶσος]] (sc. [[Αἴγινα]]) (Pae. 6.123) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
(εἰμί,
A sum), 3sg. and pl. ἔνι freq. for ἔνεστι, ἔνεισι (v. infr.): inf. ἐνεῖμεν IG22.1126.24 (Amphict.Delph.): 3sg. ἔνι freq.for fut. ἐνέσομαι :—to be in, ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστι Od.10.45; ἔνι (for ἔνεστι) κήδεα θυμῷ Il.18.53; ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od.21.288; εἰ . . χάλκεον . . μοι ἦτορ ἐνείη Il.2.490; εἴ τι ἐνέοι (sc. τοῖς χρησμοῖσι) Hdt.7.6; νοῦς ἔνεστιν ὑμῖν ἐγγενής S.El.1328; τοῖς λόγοις ἔ. κέρδος ib.370; πόλλ' ἔ. τῷ γήρᾳ κακά Ar.V.441; πλήθη, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι Pl.Prm.158c; στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20; εἴσοι πυκνότης ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ Ar.Eq.1132; ἐνῆν ἄρ' . . κἀν οἴνῳ λόγος Amphis 41; ἀγαθὸς βαφεὺς ἔνεστιν ἐν τῷ παιδιῳ Diph.72: ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Pl.Phd.77e; also ἐν τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια Hecat.292 J.; ἐν [ὄρει] ἔνι μέταλλα Hdt.7.112; ἐν τῷ προθυμεῖσθαι ἐνοῦσαν ζημίαν A.Pr.383, etc. b c. dat. pl., to be among, Thgn.1135, Hdt.3.81, al.; οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδεὶς σοφός 1 Ep.Cor.6.5. c c. Adv.loci, οἴκοι ἔνεστι γόος Il.24.240; ἔνεστιν αὐτόθι is in this very place, Ar.Eq.119; ἐνταῦθα Id.Nu.211, etc. 2 abs., to be present in a place, οἶνος ἐνέην Od.9.164; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες ib.126; οὐδ' ἔνι στάσις A.Pers.738 (troch.); Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ Id.Ag.78 (anap.); σίτου οὐκ ἐνόντος as there was no corn there, Th.4.8; τὰ ἐνόντα ἀγαθά the good that is therein, ib.20; ἱερῶν τῶν ἐνόντων the temples that were in the place, ib.97; ἀμέλειά τις ἐνῆν καὶ διατριβή Id.5.38; πόλεμος οὐκ ἐνῆν Pl.Plt.271e; μηδὲ μύλαν ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.l.c.; also, to be mentioned in a treaty, Th.8.43, cf. Ar.Av.974; χρόνος ἐνέσται time will be necessary, Th.1.80; ἡ βὴξ ἔνι the cough is persistent, Hp.Epid.7.12. II to be possible, ἄρνησις οὐκ ἔ. ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578; τῶνδ' ἄρνησις οὐκ ἔ. μοι Id.El.527; τίς δ' ἔνεστί μοι λόγος; what plea is possible for me [to make]? E.IT998; οὐκ ἐνῆν πρόφασις X.Cyr.2.1.25; οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς D.21.41; εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Id.18.190; ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ' ἀποστροφῆς Id.24.9. 2 impers., c. dat. pers. et inf., it is in one's power, S.Tr.296, Ant.213, etc.: c. inf. only, οὔκουν ἔ. καὶ μεταγνῶναι; Id.Ph.1270; οὐ γὰρ δὴ τοῦτό γ' ἔνεστιν εἰπεῖν D.29.14; πῶς ἔ. ἢ πῶς δυνατόν; Id.57.24, etc.; οὐκ ἔνεστι it is not possible, Anaxil.22.7; ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι which it is not possible [to get] from my ship, S.Ph.648 (sed leg. ἔπι): ἔνι is freq. in this sense, ἃ δὲ ἔνι [λέγειν] D.2.4; δι' ὀργήν γ' ἔνι φῆσαι πεποιηκέναι Id.21.41; ὡς ἔνι ἥδιστα in the pleasantest way possible, X. Mem.4.5.9, cf. 3.8.4; ὡς ἔνι μάλιστα Plb.21.4.14, Ph.1.465, Luc. Prom.6, Jul.Or.7.218c: impf., ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc.Tyr.17. b ἔνεστιν ὑμᾶς εἰδέναι it is relevant, pertinent, BGU486.12 (ii A.D.). 3 part. ἐνόν, abs., ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι since it was in them, was possible for them, Hdn.8.3.2, cf. Luc.Anach.9. 4 τὰ ἐνόντα all things possible: τὸ πλῆθος τῶν ἐ. εἰπεῖν the possible materials for a speech, Isoc. 5.110, cf. 11.44; τῶν ἐ . . . ἐν τῷ πράγματι Pl.Phdr.235b; τῶν φαινομένων καὶ ἐ. τὰ κράτιστα ἑλέσθαι D.18.190; ἐκ τῶν ἐ. as well as one can under the circumstances, ib.256; τὰ ἐ. καὶ τὰ ἁρμόττοντα Arist.Po. 1450b5: in sg., πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Th.4.59. b τὰ ἐνόντα cargo or stores in a ship, Pl.R.488c; contents of a basket, PTeb.414.20 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 837] (s. εἰμί, u. vgl. über den Accent von ἔνεσαν Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298), darin, dabei sein; absolut, wo der Zusammenhang die nähere Bestimmung angiebt, πολλοὶ δ' ἔνεσαν ὀιστοί Il. 21, 12, im Köcher; Od. 9, 164, im Schiffe; bes. = zu Hause sein; – mit dem dat., ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν Od. 10, 45; vgl. ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος Il. 24, 240; ἔνεστι τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. Prom. 224; τοῖς λόγοις ἔνεστι κέρδος Soph. El. 362; νοῦς ὑμῖν 1320; οἷς μὴ ἔνεστι ἔρως Plat. Conv. 186 d; ἐπιστήμη Prot. 352 b; πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Ar. Vesp. 441; ἔν τινι, ἄλφιτ' οὐκ ἔν. ἐν τῷ θυλάκῳ, Plut. 763; Aesch. ἐν τῷ τολμᾶν τίν' ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν Prom. 382; κἂν γυναιξὶν ὡς Ἄρης ἔνεστιν Soph. El. 1236; ἐν οἷς πολλαὶ νουθετήσεις ἔνεισι Plat. Prot. 326 a; vgl. ὅπου γὰρ ἂν ἐνῆτον Phil. 24 c; αὐτόθι Thuc. 1, 104; – ἐνῆν γάρ, es stand in dem Vertrage, sequ. acc. c. inf., Thuc. 2, 20, wie Ar. Av. 974 ἔνεστι καὶ τὰ πέδιλα, sie stehen im Orakel, sind darin erwähnt; vgl. Equ. 122. – Ἐνέσται χρόνος, wird dazwischen vergehen, Thuc. 1, 80, vgl. 5, 38. Uebh. = vorhanden sein; τὰ ἐνόντα, das Vermögen, Plat. Rep. VI, 488 c; λόγοις ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι Dem. 18, 256, so mäßig, wie es die Umstände zulassen; vgl. Luc. Phalar. 1, 5. – Imperf. ἔνεστι, es liegt in der Sache, geht an, ist möglich, wobei man von Verbindungen ausgehen muß wie ἔνεστιν τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα Soph. Tr. 295, die wohlüberlegenden haben Furcht, können fürchten; ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτι ἀποστροφῆς Dem. 24, 9, war nicht mehr vorhanden, nicht mehr möglich; οὐκ ἔνεστιν ἐν τῇ ἐμῇ ἐπιστήμῃ τὸ ποιεῖν, es liegt nicht in meiner Kenntniß, sie reicht nicht so weit, Xen. Mem. 2, 6, 31; νόμῳ χρῆσθαι ἔνεστί σοι Soph. Ant. 213; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν Phil. 1254; bes. bei den Rednern, πῶς ἔνεστι ἢ πῶς δυνατὸν τούτους κατεσκευάσθαι Dem. 57, 24; auch Sp., wie Pol. 12, 11, 5; ὡς ἐνῆν ἄριστα, so gut, als es nur anging, Luc. Tyrann. 17; als partic. absolut, wie ἐξόν, ὡς οὐκ ἐνὸν ἀπραγμόνως εὐπορῆσαι Luc. gymn. 9; vgl. Peregr. 25; ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι Hdn. 8, 3, 5; πέρας οὐδὲν ἐνὸν ἡδονῶν ἐν αὐτοῖς, da in ihnen kein Ziel stattfindet, Plat. Phil. 26 b; aber auch πολλῶν ἐνόντων καὶ ἄλλων λέγειν, obwohl man noch viel Anderes sagen kann, Dion. Hal. 7, 41; κατὰ τὸν ἐνόντα τρόπον, nach Möglichkeit, Synes. Vgl. ἔνι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνειμι: (εἰμί, sum): μέλλ. ἐνέσομαι, ἐνυπάρχω, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ τὸ γ΄ ἑνικὸν πρόσωπον ἔνεστι, ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν Ὀδ. Κ. 45· ἔνι (ἀντὶ τοῦ ἔνεστι) κήδεα θυμῷ Ἰλ. Σ. 53· ἔνι τοι φρένες οὐδ’ ἠβαιαὶ Ὀδ. Φ. 288· εἰ... χάλκεον... μοι ἦτορ ἐνείη Ἰλ. Β. 490· οὕτως, εἴ τι ἐνέοι (ἐνν. τοῖς χρησμοῖσι) Ἡρόδ. 7. 6· νοῦς ὑμῖν ἔνεστι Σοφ. Ἠλ. 1328· τοῖς λόγοις ἔν. κέρδος αὐτόθι 370· πόλλ’ ἔν. τῷ γήρᾳ κακὰ Ἀριστοφ. Σφ. 441, κτλ.: - στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Θουκ. 2. 20· εἴ σοι πυκνότης ἔνεστ’ ἐν τῷ τρόπῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1132· ἐνῆν ἄρ’... κἀν οἴνῳ λόγος Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 5· ἀγαθὸς βαφεὺς ἔνεστιν ἐν τῷ παιδίῳ Δίφιλος ἐν «Συντρόφοις» 1: - ὡσαύτως, ἔν τινι ἔνεστι (ἢ ἔνι) Ἡρόδ. 7. 112, Αἰσχύλ. Πρ. 382, κτλ. β) μετὰ δοτ. πληθ., εἶμαι μεταξύ, ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποις μούνη θεὸς ἐσθλὴ ἔνεστιν Θέογν. 1135, Ἡρόδ. 3. 81 κ. ἀλλ. γ) μετ’ ἐπιρρ. τόπου, οἴκοι ἔνεστι γόος Ἰλ. Ω. 240· ἔνεστιν αὐτόθι, εἶναι ἀκριβῶς αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 119· ἐνταῦθα ὁ αὐτ. Νεφ. 211, κτλ. 2) ἀπολ., ὑπάρχω ἐκεῖ, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος..., ἀλλ’ ἐνέην Ὀδ. Ι. 164· οὐδ’ ἄνδρες νηῶν ἔνι (ἀντὶ ἔνεισι) τέκτονες αὐτόθι 126· κοὐκ’ ἔνι στάσις Αἰσχύλ. Πέρσ. 738, πρβλ. Ἀγ. 78· σίτου οὐκ ἐνόντος, μὴ ὑπάρχοντος ἐκεῖ, Θουκ. 4. 8· τὰ ἐνόντα ἀγαθά, τὰ ἐνυπάρχοντα, αὐτόθι 20· ἱερῶν τῶν ἐνόντων, τῶν ὑπαρχόντων ἐκεῖ, αὐτόθι 97· ἀμέλειά τις ἐνῆν ὁ αὐτὸς 5. 38· πόλεμος οὐκ ἐνῆν Πλάτ. Πολιτικ. 271Ε: ἐνεῖναι γὰρ (ἐξυπακ. ἐν ταῖς σπονδαῖς) καὶ νήσους ἁπάσας πάλιν δουλεύειν, κτλ., Θουκ. 8. 43, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 974: - χρόνος ἐνέσται, χρόνος ἐγγενήσεται, θὰ χρειασθῇ καιρός, θὰ περάσῃ καιρός, Θουκ. 1. 80. ΙΙ. οὐκ ἔνεστι, δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· τῶν δ’ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι, ταῦτα δὲν δύναμαι νὰ τὰ ἀρνηθῶ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 527· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 738· τίς δ’ ἔνεστί μοι λόγος; τίνα λόγον δύναμαι νὰ φέρω; Εὐρ. Ι. Τ. 998· οὐκ ἐνῆν πρόφασις Ξεν. Κύρ. 2. 1. 25· οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς Δημ. 527. 12· εἴ τι ἄλλο ἐνῆν ὁ αὐτ. 291. 25· ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτι ἀποστροφῆς ὁ αὐτ. 702. 26. 2) ἀπροσώπως ὡς τὸ ἔξεστι, ἐγγίγνεται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὅμως δ’ ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα μὴ σφαλῇ ποτε, καὶ ὅμως ὁ καλῶς ἐξετάξων τὰ πράγματα ἔχει λόγον νὰ φοβῆται, κτλ., Σοφ. Τρ. 296, Ἀντιγ. 213, κτλ., ἢ παραλειπομένης τῆς δοτ., οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; ὁ αὐτ. Φιλ. 1270· οὐ γὰρ δὴ τοῦτό γ’ ἔνεστιν εἰπεῖν Δημ. 848. 28, κτλ.· οὐκ ἔνεστι, δὲν εἶναι δυνατόν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 7· ὁ Ἕρμαννος λαμβάνει ἐπὶ ταύτης τῆς σημ. τὸ ἐν Σοφ. Φ. 648, τί τοῦθ’ ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι; τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἐν τῷ πλοίῳ μου; - Ὁ Jebb ἀντὶ τοῦ ἔνι ἔχει ἔπι, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ. β) τὸ ἔνι κεῖται πολλάκις μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημ., ἔτι καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Πλάτ. Φαίδων 77Ε· ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. Παρμ. 158· ἃ δὲ ἔνι λέγειν Δημ. 19. 6· δι’ ὀργήν γ’ ἔνι φῆσαι ὁ αὐτ. 527. 17, πρβλ. 42. 20· ὡς ἔνι ἥδιστα, ὅσον τὸ δυνατὸν εὐχάριστα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 9, πρβλ. 3. 8, 4. 3) ἡ μετοχ. ἐνὸν ἀπολ. ὡς τὸ ἐξόν, ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι Ἡρῳδιαν. 8. 3, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 9. 4) τὰ ἐνόντα, ὅσα εἶναι δυνατόν, τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῖν Ἰσοκρ. 104D, πρβλ. 229Ε· τῶν ἐνόντων ἐν τῷ πράγματι Πλάτ. Φαῖδρ. 235Β· τῶν φαινομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτιστα ἑλέσθαι Δημ. 292. 2· ἐκ τῶν ἐνόντων, ὅσον δύναταί τις, ὁ αὐτ. 312. 20· οὕτω, πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Θουκ. 4. 59· - ἀλλ’ ὡσαύτως, β) τὰ ἐνόντα, τὸ ὅ,τι ἔχει τις, Πλάτ. Πολ. 488C.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνῆν, f. ἐνέσομαι;
1 être dans, τινι ; en parl. d’objets matériels εἰ χάλκεόν μοι ἦτορ ἐνείη IL si j’avais un cœur d’airain ; νοῦς ὑμῖν ἔνεστι SOPH vous avez de l’intelligence;
2 être parmi, τινι;
3 être dans l’intervalle : ἐνέσται χρόνος THC il se passera du temps d’ici là;
4 être possible à, au pouvoir de, τινι ; • impers. ἔνεστι ou ἔνι il est possible, avec l’inf. ; avec un Sp. : ὡς ἔνι ἥδιστα XÉN le plus agréablement possible ; ὡς ἔνι μάλιστα LUC le plus possible ; au part. neutre abs. • ἐνόν étant possible, lorsqu’on peut ; ὡς οὐκ ἐνόν LUC comme il n’est pas possible ; ἐκ τῶν ἐνόντων DÉM selon les moyens, autant que possible.
Étymologie: ἐν, εἰμί.
English (Autenrieth)
(εἰμί), ἔνεστι, ἔνειμεν, ἔνεισι, opt. ἐνείη, ipf. ἐνῆεν, ἐνέην, ἔνεσαν: be in or on; w. dat., Od. 10.45, or adv., Il. 24.240 ; ἔν τινι, Il. 6.244; ὀλίγος δ' ἔτι θῦμὸς ἐνῆεν, ‘there was little life remaining in me,’ Il. 1.593 ; εἰ χάλκεόν μοι ἦτορ ἐνείη, ‘had I a heart of bronze within me,’ Il. 2.490.
English (Slater)
ἔνειμι
1 be, lie in c. dat. ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.123)