ἐργασία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_2)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>abs.</i> travail;<br /><b>II.</b> <i>avec un rég.</i><br /><b>1</b> travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;<br /><b>2</b> pratique : [[τῶν]] τεχνῶν PLAT des arts;<br /><b>3</b> action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐρίων XÉN confection d’un vêtement avec de la laine, <i>abs.</i> action de se procurer des ressources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>abs.</i> travail;<br /><b>II.</b> <i>avec un rég.</i><br /><b>1</b> travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;<br /><b>2</b> pratique : [[τῶν]] τεχνῶν PLAT des arts;<br /><b>3</b> action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐρίων XÉN confection d’un vêtement avec de la laine, <i>abs.</i> action de se procurer des ressources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐργᾰςῐα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[work]] “[[Πέργαμος]] ἀμφὶ τεαῖς, [[ἥρως]], χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” i. e. in the [[part]] of the [[wall]] built by Aiakos (O. 8.42)
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰσία Medium diacritics: ἐργασία Low diacritics: εργασία Capitals: ΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: ergasía Transliteration B: ergasia Transliteration C: ergasia Beta Code: e)rgasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, Cret. ϝεργασία Leg.Gort.8.44, ἡ, (ἐργάτης)

   A work, business, ἐργασίην φεύγουσα h.Merc.486, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐ. ἀγαθή productive labour, Id.Vect.4.29 ; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA625b24 ; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐ., of seamen, Pl.R.371b ; μὴ γενομένης ἐργασίας if no work was done, D.27.20 ; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.) : pl., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐ. ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20 ; ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN1121b33, cf. Epicur.Fr.196 (dub.).    2 function, ἥπατος Aret.SD1.15.    II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg.449d, Tht.146d, etc. ; ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐ. X.Oec.7.21 ; making up of a prescription, Hp.Ulc.14 : metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται Troy is (i.e. is doomed to be) taken in the part wrought by thy hands, Pi.O.8.42 ; ἐ. ἡδονῆς production of pleasure, Pl.Prt.353d ; ἐ. χρημάτων money-making, Arist.EN1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).    2 working of a material, ἡ ἐ. τοῦ σιδήρου Hdt.1.68 ; χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων, Pl.Chrm.173e ; τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105, cf. Hyp.Eux.36 ; πίττης Thphr.HP9.2.6: most commonly, tillage of the ground, ἐ. γῆς, χώρας, Ar.Ra.1034(pl.), Isoc.7.30, etc.; ἐ. κήπων Pl. Min.316b ; ἐ. περὶ τὴν τροφήν preparation (i.e. mastication and digestion) of food, Arist.Juv.469a3 ; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.2    3 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1 ; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν engaged in trade by sea, D.33.4 ; ἡ ἐ. τῆς τραπέζης the banking business, Id.36.6 ; ἐ. χρυσοχοϊκή, ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.) ; βαφεῖς τὴν ἐ. dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); esp. of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129 ; of sexual intercourse, Arist.Pr.876a39.    b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.    4 practising, exercising, τῶν τεχνῶν Pl.Grg.450c ; Κύπριδος AP5.218 (Paul. Sil.); ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19.    5 work of art, production, τετράγωνος ἐ., of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι the fortification works, Id.7.6.    6 literary execution, ἐ. ποιητική Phld. Po.5.11 ; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.    7 production of a play, Arg. Men.Oxy.1235.108.    III guild or company of workmen, ἡ ἐ. τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis50 ; ἐριοπλυτῶν ib. 40 ; ἐ. θρεμματική dub. sens., ib.227.

German (Pape)

[Seite 1019] ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαθος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισθοῦται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ θάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῦ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἐργάζομαι), ὡς καὶ νῦν, «δουλειά», ἀσχολία, Λατ. labor, ἐργασίην φεύγειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 486, καὶ Ἀττ. ἀντίθετον τῷ ἀργία, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· ἐργ. ἀγαθή, παραγωγικὴ ἐργ., ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 29· ἀνελεύθερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40 ἡ περὶ τὴν θάλασσαν ἐργ., ἐπὶ ναυτῶν, Πλάτ. Πολ. 371Β· μὴ γενομένης ἐργασίας, Δημ. 819. 28· δὸς ἐργασίαν. μετ’ ἀπαρ., Λατ. da operam ut..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ΙΒ΄, 5· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Ξεν. Οἰκ. 7. 20. ΙΙ. κατασκευή, οἰκοδομή, τειχῶν Θουκ. 7. 6· ἱματίων, ὑποδημάτων, κτλ., Πλατ. Γοργ. 449D, Θεαίτ. 146D· τῆς ἐσθῆτος Ξεν. Οἰκ. 7. 21· πίττης Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2. 6· μεταφ., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς ἐργασίαις ἁλίσκεται, ἡ Τροία κυριεύεται (δηλ. εἶναι πεπρωμένον νὰ κυριευθῇ) κατὰ τὸ μέρος τὸ κτισθὲν διὰ τῶν χειρῶν σου, Πινδ. Ο. 8. 56· ἐργ. ἡδονῆς Πλάτ. Πρωτ. 353D. 2) ἡ κατεργασία ὕλης τινος, ἡ ἐργ. τοῦ σιδήρου Ἡρόδ. 1. 68· χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων Πλάτ. Χαρμ. 173Ε· τῶν χρυσείων μετάλλων Θουκ. 4. 105, πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45: ἀλλὰ συνηθέστατα, ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐργ. γῆς χώρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1034, Ἰσοκρ. 145D. κτλ.· ἐργ. περὶ κήπων Πλάτ. Μίνως 316Ε· ὡσαύτως, πέψις, χώνευσις τροφῶν, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11. 1, κτλ. 3) καθόλου, ἐμπόριον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1, Δημ. 976. 28, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὤν τῆς κατὰ τήν θάλασσαν, ἐνησχολημένος εἰς ἐμπόριον κατὰ θάλασσαν, Δημ. 893. 21· ἐργ. χρημάτων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5· - ἐπάγγελμα, ἐργασία ἐργασία ἑταίρας, ἐπικομένη δὲ κατ’ ἐργασίην Ἡρόδ. 2. 135, ἴδε Valck εἰς 1. 93, Δημ. 270. 15. 4) ἐξάσκησις, τῶν τεχνῶν Πλάτ. Γοργ. 450C. ἡ ἐργ. τῆς τραπέζης, τὸ ἔργον τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 946. 3· Κύπριδος Ἀνθ. Π. 5. 219. 5) ἔργου τέχνης, τετράγωνος ἐργ., ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Θουκ. 6. 27, πρβλ. 7. 6. ΙΙΙ. συντεχνίαἑταιρεία ἐργατῶν, ἡ ἐργ. τῶν βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3924, πρβλ. 3938, καὶ ἴδε τὴν λ. ἔργον V.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. abs. travail;
II. avec un rég.
1 travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;
2 pratique : τῶν τεχνῶν PLAT des arts;
3 action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων XÉN confection d’un vêtement avec de la laine, abs. action de se procurer des ressources.
Étymologie: ἐργάζομαι.

English (Slater)

ἐργᾰςῐα
   1 workΠέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” i. e. in the part of the wall built by Aiakos (O. 8.42)