διαπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> distingué, remarquable entre tous, éminent;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> distingué, remarquable entre tous, éminent;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρεπής Medium diacritics: διαπρεπής Low diacritics: διαπρεπής Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: diaprepḗs Transliteration B: diaprepēs Transliteration C: diaprepis Beta Code: diapreph/s

English (LSJ)

ές,

   A distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ δ. magnificence, Th.6.16. Adv. -πῶς magnificently, σκηνὴ δ. κεκοσμημένη Plu.Alc.12; δ. ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. -πέστατα D.50.7.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.

English (Slater)

διᾰπρεπής
   1 illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)

English (Slater)

διᾰπρεπής
   1 illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)