ἀμευσιεπής: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86. | |lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86. | ||
}} | }} |