ἄδολος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fraude, franc, loyal.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόλος]].
|btext=ος, ον :<br />sans fraude, franc, loyal.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόλος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰδολος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[without]] [[artifice]] δαέντι δὲ καὶ [[σοφία]] [[μείζων]] [[ἄδολος]] τελέθει v. Thummer 74&#774;{4}. pr. (O. 7.53)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδολος Medium diacritics: ἄδολος Low diacritics: άδολος Capitals: ΑΔΟΛΟΣ
Transliteration A: ádolos Transliteration B: adolos Transliteration C: adolos Beta Code: a)/dolos

English (LSJ)

ον,

   A guileless, honest, σοφία Pi.O.7.53; in Att.esp. of treaties, ἄ. εἰράνα Ar.Lys.169; σπονδαὶ ἄ. καὶ ἀβλαβεῖς Th.5.18. Adv., freq. in the phrase ἀδόλως καὶ δικαίως without fraud or covin, Th.5.23, cf. IG1.42e; ἁπλόως καὶ ἀ. GDI5024 (Gort.): generally, πλουτεῖν ἀδόλως Scol.8; ἀδολώτερον λέγεσθαι, opp. πιστότερον, Antipho 3.3.4:— also, genuinely, truly, τεθνάκην ἀ. θέλω Sapph.Supp.23.1, cf. Theoc. 29.32.    II unadulterated, genuine, χρίματος ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95; στύραξ Dsc.1.66; χρυσός Eupolem. ap. Alex.Polyh.18; ἀργύριον Poll.3.86; σῖτος, πυρός, PHib.1.85, PGrenf.1.18; ἀ. ἀπὸ παντός ib.2.29.14: metaph., αὔραις ἀδόλοις pure, E.Supp.1029 (lyr.); τὸ λογικὸν ἄ. γάλα 1 Ep.Pet.2.2.    2 unpretentious, Plu. Pel.3.

German (Pape)

[Seite 36] ohne Trug und Hinterlist, παρηγορίαι Aesch. Ag. 95; σοφία Pind. Ol. 7, 53; λόγοι Eur. Suppl. 1029; At. Av. 631; καὶ γνησία φὐσις Philem. Stob. 9, 22; bes. in Bündnissen, σπονδαὶ ἄδολοι 'Thnc. 5, 18. 47, u. in den Vertragsformeln, ἀδόλως, 5, 231 oft bei Xen., z. B. Heil. 3, 4, 5; ἀδόλως φιλοσοφεῖν, von wahren Philosophen, Plat. Phaedr. 249 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδολος: -ον, ἀγνός, ὁ ἄνευ δόλου ἢ ἀπάτης, τίμιος, σοφία, Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. μάλιστα ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. εἰρήνη, Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = ἄνευ ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. δόλος· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = ἀνόθευτος, γνήσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., στύραξ, Διοσκ. 1. 79, ἀργύριον, Πολυδ. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fraude, franc, loyal.
Étymologie: ἀ, δόλος.

English (Slater)

ᾰδολος, -ον
   1 without artifice δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει v. Thummer 74̆{4}. pr. (O. 7.53)