πορεύω: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐπόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> faire passer, transporter : ἐπιστολάς τινι SOPH apporter les choses demandées par qqn ; ποταμόν τινα πορεύειν SOPH transporter qqn au delà d’un fleuve ; πορεύειν στρατιὰν [[πεζῇ]] [[ὡς]] Βρασίδαν THC amener par terre une armée à Brasidas ; πορεύειν τινὰ [[ὡς]] ἑαυτόν ÉL faire venir qqn vers soi;<br /><b>2</b> envoyer, députer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πορεύομαι (<i>f.</i> πορεύσομαι, <i>ao.</i> ἐπορεύθην, <i>pf.</i> πεπόρευμαι) aller, marcher : ταχὺ πορεύεσθαι XÉN marcher vite ; πορεύεσθαι τοῖν ποδοῖν XÉN voyager <i>ou</i> marcher à pied ; <i>abs.</i> voyager par terre ; <i>en parl. de navigation</i> πορεύεσθαι δι’ Εὐρίπου THC naviguer à travers l’Euripe ; πορεύεσθαι [[πρός]] τινα, aller vers qqn ; μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι ISOCR faire une longue marche ; πορεύεσθαι τὰ δύσβατα XÉN, τὰ ὄρη πορεύεσθαι XÉN traverser les régions d’un accès difficile, les montagnes ; <i>abs.</i> παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα HDT monter dans le lit de l’homme, de la femme.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐπόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> faire passer, transporter : ἐπιστολάς τινι SOPH apporter les choses demandées par qqn ; ποταμόν τινα πορεύειν SOPH transporter qqn au delà d’un fleuve ; πορεύειν στρατιὰν [[πεζῇ]] [[ὡς]] Βρασίδαν THC amener par terre une armée à Brasidas ; πορεύειν τινὰ [[ὡς]] ἑαυτόν ÉL faire venir qqn vers soi;<br /><b>2</b> envoyer, députer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πορεύομαι (<i>f.</i> πορεύσομαι, <i>ao.</i> ἐπορεύθην, <i>pf.</i> πεπόρευμαι) aller, marcher : ταχὺ πορεύεσθαι XÉN marcher vite ; πορεύεσθαι τοῖν ποδοῖν XÉN voyager <i>ou</i> marcher à pied ; <i>abs.</i> voyager par terre ; <i>en parl. de navigation</i> πορεύεσθαι δι’ Εὐρίπου THC naviguer à travers l’Euripe ; πορεύεσθαι [[πρός]] τινα, aller vers qqn ; μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι ISOCR faire une longue marche ; πορεύεσθαι τὰ δύσβατα XÉN, τὰ ὄρη πορεύεσθαι XÉN traverser les régions d’un accès difficile, les montagnes ; <i>abs.</i> παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα HDT monter dans le lit de l’homme, de la femme.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πορεύω]] (πορεύεν: impf. πόρευ(ε): aor. πόρευσαν; πόρευσον: [[pass]]. πορευθέντα.) <br /> <b>a</b> [[make]] to go, [[let]] go “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” (O. 1.77) Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (v. l. πόρευσ) (P. 11.21) (Αἴαντα) Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (N. 7.29) <br /> <b>b</b> ?intrans., [[travel]] ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν (v. l. πορεύειν: [[fort]]. trans.: v. [[ὁρμάω]]) (O. 3.25) <br /> <b>c</b> [[pass]]. pro med., be sped [[travel]] [[Διόθεν]] τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -σω E.Hec.447 (lyr.), etc.: aor. ἐπόρευσα, poet. πόρευσα Pi.P.11.21:—Pass. and Med., fut. πορεύσομαι S.OT676, Pl.Smp.190d; πορευθήσομαι IG22.141.2, LXX 3 Ki.14.2: aor.ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep.313d, Plb.2.27.2); ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec.1099 (lyr.), etc.: pf.πεπόρευμαι Pl.Plt.266d, D.53.6:(πόρος): I Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους S.Ph. 517 (lyr.); ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα . . τις πορευσάτω Id.OC1476; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος E.Tr.1086 (lyr.); ποντιὰς αὔρα, . . ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec.447(lyr.); βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med.181 (lyr.); στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν . . Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr.560; γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν . . πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc.443 (lyr.). 2 of things, bring, carry, ἐπιστολὰς πατρί S.OC1602; furnish, bestow, χρυσόν E.Ph.985; set in motion, κίνησις . . βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη . . π. Pl.Lg.893d. 3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.). II Pass. and Med., to be driven or carried, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj.1254; πρὸς βίαν π. Id.OC 845. 2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.; ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp.190d; σύνδρομά τινι Id.Plt.266d; ταχέως X.An. 2.2.12; τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107; π. δι' Εὐρίπου Th.7.29: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr.392, E.Hipp.1156; εἰς ἀγρόν Pl.R.563d; εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1; ἐξ . . ἐς . . Hdt.4.35; ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd.113d: c.acc.loci, enter, π.στέγας S.Tr. 329, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95; παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc.ὁδόν) π. X.An.2.2.11, etc.; π.φυγάν E.Ion 1239(lyr.); τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx.236d: c.acc.loci, γῆν πολλὴν π. go over, trauerse, Arr.An.6.23.1; π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27; τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into... E.El.965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or.1068, Pl.Phlb.23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of... D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60. 3 walk, i.e. live, εἴ τις ὑπέροπτα . . π. S.OT884 (lyr.); freq. in LXX, as π. τοῖς νομίμοις Le.18.3. 4 metaph., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24; of discourse, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg.812a; διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31. 5 proceed at law, PEleph.3.5,4.6 (iii B.C.). 6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.
German (Pape)
[Seite 682] auf den Weg bringen, in Bewegung setzen, fahren, gehen, reisen lassen; ὃν ἐν ναυσὶ πόρευσαν πρὸς πόλιν, Pind. N. 7, 29; ἐμὲ πόρευσον ἐφ' ἁρμάτων ἐς Ἆλιν, Ol. 1, 77; Κασσάνδραν πόρευσε παρ' Ἀχέροντος ἀκτάν, P. 11, 21; ποῖ με πορεύσεις, Eur. Hec. 447; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος, Troad. 1086, u. oft; auch Soph., ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους, Phil. 512, vgl. Tr. 557 El. 791; einzeln in Prosa: στρατιὰν μέλλων πεζῇ πορεύσειν ὡς Βρασίδαν, Thuc. 4, 132; ᾡ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι, Plat. Phaed. 107 e; auch im praes., Legg. X, 893 d. – Gew. pass. mit fut. med. (προπορευσαμένους ist Pol. 3, 27, 2 v. l. für προπορευομένους), eigentlich in Bewegung gesetzt werden, gehen, Aesch. Prom. 569 (die passive Bdtg tritt noch hervor in Verbindungen, wie βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως μάστιγος πορεύεται, wird angetrieben und geht, Soph. Ai. 1233, πρὸς βίαν πορεύομαι, ich werde mit Gewalt weggeführt, O. C. 849); überall in Prosa: παρά τινος, von Einem herkommen, Her. 6, 95, παρά τινα, sich zu Einem hinbegeben; π αρ' ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, züchtiger Ausdruck vom Beischlafe, des Mannes, des Weibes Bett besteigen, Her. oft, vgl. Erkl. zu 2, 115. 4, 1; auch πρὸς ἄνδρα, Schäf. D. Hal. C. V. p. 43; πρὸς περίπατον, Plat. Phaedr. 227 a; πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, Menex. 236 d; πορεύσονται ἐφ' ἑνὸς σκέλους, Conv. 190 d; πεπόρευμαι, Polit. 266 c; πορευθῆναι, Tim. 81 e u. oft; adj. verb. πορευτέον, Rep. V, 432 c; oft übtr., in der Rede auf Etwas kommen; πορεύεσθαι διὰ τῶν ἡδονῶν, Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. oft mit einem acc., ὁδόν, σταθμούς, auch ὄρη, An. 2, 2, 11. 12. 5, 18; u. absol., zu Lande marschiren, im Ggstz des zu Schiffe Fahrens, 5, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πορεύω: μέλλ. -σω· ἀόρ. ἐπόρευσα, κτλ.· ― Παθ. καὶ μέσ. μέλλ. πορεύσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 676, Πλάτ. Συμπ. 190D· πορευθήσομαι, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 87, Ἑβδ. ― ἀόρ. ἐπορευσάμην (μόνον ἐν συνθέτοις ἐν-, προ-, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D, Πολύβ. 2. 27, 2)· ἐπορεύθην Πινδ. Ἀποσπ. 45. 8, Ἡρόδ. 8. 107, Θουκ. 1. 26, Εὐρ., κτλ.· ― πρκμ. πεπόρευμαι Πλάτ. Πολιτικ. 266C, Δημ. 1248. 11· (πόρος). Ι. ἐνεργ., πέμπω, ἄγω, φέρω, μεταβιβάζω, μεταφέρω διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, τινὰ Ἀρίων ἐν Bgk. Lyr σ. 567, Πινδ. Ο. 1. 125, Π. 11. 32, κτλ.· ἐπ’ εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ’ ἂν ἐς δόμους Σοφ. Φιλ. 516· ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα... τις πορευσάτω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1476· ἐμὲ πόντιον σκάφος Ἄργος πορεύσει Εὐρ. Τρῳ 1086· ποντιὰς αὔρα, ποῖ με πορεύσεις; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 447· βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 181· στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Θουκ. 4. 131, κτλ.· ― μετὰ διπλ. αἰτ., διαβιβάζω ἢ διαπορθμεύω, ὃς τὸν ποταμόν... βροτοὺς μισθοῦ πόρευε Σοφ. Τρ. 559· γυναῖκ’ ἀρίσταν λίμναν... πορεύσας ἐλάτᾳ Εὐρ. Ἄλκ. 444. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κομίζω, Σοφ. Ο. Κ. 1602· παρέχω, δίδω, εὑρίσκω, χρυσὸν Εὐρ. Φοίν. 985· θέτω εἰς κίνησιν, κίνησις βραδύτητάς τε καὶ τάχη... π. Πλάτ. Νόμ. 893D. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., ἄγομαι, ἐλαύνομαι, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Σοφ. Αἴ. 1254· πρὸς βίαν π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 845. 2) ὡς καὶ νῦν, πορεύομαι, βαδίζω, ὑπάγω, Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· π. ἐφ’ ἑνὸς σκέλους Πλάτ. Συμπ. 190D· ξύνδρομά τινι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 266C· ταχέως Ξεν. Ἀν. 2. 2, 12· τοῖν ποδοῖν ὁ αὐτ. 4. 3, 13· ὑπάγω διὰ ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1· περῶ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, διαπορθμεύομαι, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ, quibus transiret rex, Ἡρόδ. 8. 107· π. δι’ Εὐρίπου Θουκ. 7. 29· ― συχν. μετὰ προθέσεων, π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων Σοφ. Τρ. 392, κτλ.· εἰς ἀγρὸν Πλάτ. Πολ. 563D· ἐκ… ἐς... Ἡρόδ. 4. 35· ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Πλάτ. Φαίδων 113D· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, εἰσέρχομαι, π. στέγας Σοφ. Τρ. 329, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 51· π. διά..., ὑπάγω διά…, Ξεν., κτλ.· ― πορεύομαι παρὰ βασιλέος, ἔρχομαι παρὰ βασιλέως, Ἡρόδ. 6. 95· παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10· ― πορεύεσθαι παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, συχνὸν παρ’ Ἡροδ., πρβλ. Valck. καὶ Schwgh. εἰς 2. 115., 4. 1· ὡσαύτως, πρὸς ἄνδρα πορεύεσθαι Θεανὼ παρὰ Διογ. Α. 7. 43: ― συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., μακρὰν ὁδὸν π. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11, κτλ.· π. φυγὴν Εὐρ. Ἴων. 1238· τὴν εἱμαρμένην πορείαν Πλάτ. Μενέξ. 236D· σταθμοὺς μακροτάτους Ξεν. Ἀν. 2. 9, 12· ― μετ’ αἰτ. τόπου, π. πολλὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν. 6. 23· π. τὰ δύσβατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 27· τοσαῦτα ὄρη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 18. ― Ἰδιαίτεραι φράσεις, π. ἐς ἄρκυν, ἐμπίπτειν εἰς..., Εὐρ. Ἠλ. 965· π. ἐπ’ ἔργον, εἰς πόνους ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1068, Πλάτ.· π. εἰς τὰ κτήματα, ἔρχομαι εἰς..., Δημ. 1090. 9. 3) πορεύομαι, δηλ. ζῶ, εἴ τις... ὑπέροπτα π. Σοφ. Ο. Τ. 884. 4) μεταφορ., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24· ἐπὶ λόγου, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Πλάτ. Νόμ. 812Α· διὰ τῶν ὁμολογουμένων Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπόρευσα, pf. inus.
1 faire passer, transporter : ἐπιστολάς τινι SOPH apporter les choses demandées par qqn ; ποταμόν τινα πορεύειν SOPH transporter qqn au delà d’un fleuve ; πορεύειν στρατιὰν πεζῇ ὡς Βρασίδαν THC amener par terre une armée à Brasidas ; πορεύειν τινὰ ὡς ἑαυτόν ÉL faire venir qqn vers soi;
2 envoyer, députer, acc.;
Moy. πορεύομαι (f. πορεύσομαι, ao. ἐπορεύθην, pf. πεπόρευμαι) aller, marcher : ταχὺ πορεύεσθαι XÉN marcher vite ; πορεύεσθαι τοῖν ποδοῖν XÉN voyager ou marcher à pied ; abs. voyager par terre ; en parl. de navigation πορεύεσθαι δι’ Εὐρίπου THC naviguer à travers l’Euripe ; πορεύεσθαι πρός τινα, aller vers qqn ; μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι ISOCR faire une longue marche ; πορεύεσθαι τὰ δύσβατα XÉN, τὰ ὄρη πορεύεσθαι XÉN traverser les régions d’un accès difficile, les montagnes ; abs. παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα HDT monter dans le lit de l’homme, de la femme.
Étymologie: πόρος.
English (Slater)
πορεύω (πορεύεν: impf. πόρευ(ε): aor. πόρευσαν; πόρευσον: pass. πορευθέντα.)
a make to go, let go “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” (O. 1.77) Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (v. l. πόρευσ) (P. 11.21) (Αἴαντα) Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (N. 7.29)
b ?intrans., travel ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν (v. l. πορεύειν: fort. trans.: v. ὁρμάω) (O. 3.25)
c pass. pro med., be sped travel Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8.