ἀναμφίλεκτος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμφίλεκτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5. | |lstext='''ἀναμφίλεκτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] ([[ἁρπαγή]]) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη <i>IM</i> 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως <i>PGiss</i>.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.<i>M</i>.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.<i>PE</i> 10.2, I.<i>AI</i> 4.61, Phld.<i>Po</i>.A 13.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indiscutiblemente]] κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles</i>, <i>UPZ</i> 162.5.20 (II a.C.), cf. <i>PPar</i>.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.<i>Rh.Pr</i>.15<br /><b class="num">•</b>[[sin disputa]] φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.<i>M</i>.7.5, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[sin dudar]] ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.<i>HE</i> 10.6.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, = sq.,
A τιμή D.H.9.44; πίστις Longin.7.4. Adv. -τως PPar.15.3.56 (ii B. C.), S.E.M.7.5, Luc.Rh.Pr.15.
German (Pape)
[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
•sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
•sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.