ἀλλόκοτος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀλό- Hsch.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[adverso]], [[contrario]], [[opuesto]] c. gen. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος con opinión opuesta a la de hace un momento</i> S.<i>Ph</i>.1191, c. dat. τοῖς νόμοις ἀ. Artaxerxes 1<br /><b class="num">•</b>abs. [[extraño]], [[ajeno]], [[maligno]] σάρξ Hp.<i>Mul</i>.1.40, ἄνεμοι D.C.68.24.2, θεοί Sm.1<i>Re</i>.26.19.<br /><b class="num">2</b> [[desfavorable]] τόποι Pl.<i>Lg</i>.747d<br /><b class="num">•</b>[[que contraría]], [[odioso]], [[antipático]], [[horrible]] νεὼς ... πλεούσης ἐπὶ πρᾶγμα ἀλλόκοτον Th.3.49, ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀ. Pl.<i>Hp.Ma</i>.292c<br /><b class="num">•</b>esp. de pers. [[cruel]], [[aborrecible]], [[odioso]], [[monstruoso]] πατήρ Pl.<i>Prt</i>.346a, cf. <i>Euthd</i>.306e, ἀ. ... καὶ [[ἄγροικος]] Plu.<i>Sol</i>.27, Νομαντίνοι ... ἠγριωμένοι τε καὶ ἀλλόκοτοι App.<i>Hisp</i>.95.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desusado]], [[singular]], [[raro]] βρώματα en los antojos de mujeres embarazadas, Hp.<i>Mul</i>.1.34, νόσος Ar.<i>V</i>.71, ὄνειρον Crates Com.43, ποιότης ... ἀ. ... ὄνομα «cualidad» (puede parecer) un nombre raro</i> Pl.<i>Tht</i>.182a, πόαις ... ἀλλοκότοις ... χρώμενοι D.C.55.33.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[lo raro]] Hp.<i>Fract</i>.1, οὐκ ἀλλόκοτον Pl.<i>Ly</i>.216a.<br /><b class="num">2</b> [[asombroso]], [[portentoso]], [[prodigioso]] φαντάσματα Hp.<i>Gland</i>.12, cf. Pl.Com.228, φάσματα Plu.<i>Num</i>.15, ἐν ἀ. ἰδέαις Orph.<i>H</i>.71.7, ἐν ἀλλοκότοις ... πράγμασι D.C.71.36.3, cf. Orph.<i>H</i>.86.18, Heph.Astr.2.1.30<br /><b class="num">•</b>[[absurdo]], [[increíble]] ἀλλόκοτους ἐννοίας τοῦ αἰτίου S.E.<i>P</i>.3.13, διάθεσιν ἀ. τε καὶ [[ἄτακτος]] Simp.<i>in Ph</i>.626.35<br /><b class="num">•</b>subst. (τὸ) ἀ. [[cosa prodigiosa]] ἀλλόκοτον, ὁ Θέωρος κόραξ γενόμενος Ar.<i>V</i>.47.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[aborreciblemente]], [[odiosamente]] Pherecr.201, πρὸς τὰς τύχας καὶ τὰ θεῖα πράγματα ἀ. καὶ ἀθέως ἔχοντος Aeschin.Socr.8.55.<br /><b class="num">2</b> [[de manera extraña]] καὶ περὶ τῶν ἀλλοκότως δοκούντων γίγνεσθαι Plot.4.4.30, ἀ. οἶμαι συνάπτει τούτοις Simp.<i>in Ph</i>.1142.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of unusual nature or form, strange, portentous, Hp.Fract.1, Ar.V.71, Crates Com.43, etc.; ἀ. πρᾶγμα unwelcome, a gainst the grain, Th.3.49; ἀ. ὄνομα strange, uncouth word, Pl.Tht.182a: c. gen., ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος with purpose utterly different from... S.Ph. 1191; of persons, Pl.Euthd.306e, etc.: Comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος Pl.Com.28. Adv. -τως Pherecr.201, Pl.Ly.216a (v. l.). (κότος = ὀργή, i.e. temper, Phryn.PSp.23 B.)
German (Pape)
[Seite 104] ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von κότος in allgemeiner Bdtg von ἦθος, wie ὀργή, VLL. ἐναντίον, ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. γνώμη τῶν πάρος, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; ὄνομα Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für πονηρός; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, πατήρ Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; πρᾶγμα ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ βαρύ Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. -τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόκοτος: -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, παράδοξος, διάστροφος, κακοσχημάτιστος, τερατώδης, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. πρᾶγμα, δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. ὄνομα = παράδοξος, ἀσυνήθης λέξις, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος, γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ ἄλλος, τὸ δὲ -κότος εἶναι ἁπλῶς κατάληξις, πρβλ. νεόκοτος, παλίγκοτος· διότι δυσκολίας παρέχει ἡ ὑπόθεσις ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει κότος δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = ἦθος, χαρακτήρ, διάθεσις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 différent de, gén.;
2 extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.
Étymologie: ἄλλος, -κοτος ; cf. νεόκοτος, παλίγκοτος.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀλό- Hsch.
I 1adverso, contrario, opuesto c. gen. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος con opinión opuesta a la de hace un momento S.Ph.1191, c. dat. τοῖς νόμοις ἀ. Artaxerxes 1
•abs. extraño, ajeno, maligno σάρξ Hp.Mul.1.40, ἄνεμοι D.C.68.24.2, θεοί Sm.1Re.26.19.
2 desfavorable τόποι Pl.Lg.747d
•que contraría, odioso, antipático, horrible νεὼς ... πλεούσης ἐπὶ πρᾶγμα ἀλλόκοτον Th.3.49, ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀ. Pl.Hp.Ma.292c
•esp. de pers. cruel, aborrecible, odioso, monstruoso πατήρ Pl.Prt.346a, cf. Euthd.306e, ἀ. ... καὶ ἄγροικος Plu.Sol.27, Νομαντίνοι ... ἠγριωμένοι τε καὶ ἀλλόκοτοι App.Hisp.95.
II 1desusado, singular, raro βρώματα en los antojos de mujeres embarazadas, Hp.Mul.1.34, νόσος Ar.V.71, ὄνειρον Crates Com.43, ποιότης ... ἀ. ... ὄνομα «cualidad» (puede parecer) un nombre raro Pl.Tht.182a, πόαις ... ἀλλοκότοις ... χρώμενοι D.C.55.33.1
•subst. τὸ ἀ. lo raro Hp.Fract.1, οὐκ ἀλλόκοτον Pl.Ly.216a.
2 asombroso, portentoso, prodigioso φαντάσματα Hp.Gland.12, cf. Pl.Com.228, φάσματα Plu.Num.15, ἐν ἀ. ἰδέαις Orph.H.71.7, ἐν ἀλλοκότοις ... πράγμασι D.C.71.36.3, cf. Orph.H.86.18, Heph.Astr.2.1.30
•absurdo, increíble ἀλλόκοτους ἐννοίας τοῦ αἰτίου S.E.P.3.13, διάθεσιν ἀ. τε καὶ ἄτακτος Simp.in Ph.626.35
•subst. (τὸ) ἀ. cosa prodigiosa ἀλλόκοτον, ὁ Θέωρος κόραξ γενόμενος Ar.V.47.
III adv. -ως
1 aborreciblemente, odiosamente Pherecr.201, πρὸς τὰς τύχας καὶ τὰ θεῖα πράγματα ἀ. καὶ ἀθέως ἔχοντος Aeschin.Socr.8.55.
2 de manera extraña καὶ περὶ τῶν ἀλλοκότως δοκούντων γίγνεσθαι Plot.4.4.30, ἀ. οἶμαι συνάπτει τούτοις Simp.in Ph.1142.21.