ἀμαλδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(Autenrieth)
(big3_3)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. inf. ἀμαλδῦναι, [[part]]. -ύνᾶς, [[pass]]. pr. subj. ἀμαλδύνηται: [[crush]], [[efface]], [[τεῖχος]]. (Il.)
|auten=aor. inf. ἀμαλδῦναι, [[part]]. -ύνᾶς, [[pass]]. pr. subj. ἀμαλδύνηται: [[crush]], [[efface]], [[τεῖχος]]. (Il.)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[aplastar]], [[destrozar]] τεῖχος <i>Il</i>.12.18, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Ar.<i>Pax</i> 380<br /><b class="num">•</b>[[estropear]] [[εἶδος]] <i>h.Cer</i>.94, ὀφθαλμούς <i>Cat.Cod.Astr</i>.2.174, τίς φθόνος ἠμάλδυνε ... χαίτην; Nonn.<i>D</i>.18.349<br /><b class="num">•</b>[[poner fin]] τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.<i>Nat.Puer</i>.17<br /><b class="num">•</b>[[borrar]] στίβον A.R.4.112.<br /><b class="num">2</b> [[ocultar]] φόνου τέλος A.R.1.834.<br /><b class="num">3</b> [[malgastar]] τὰ παρέοντα Democr.B 202, χρήματα Theoc.16.59.<br /><b class="num">4</b> fig. [[deprimir]], [[desmoralizar]] συμφορὰ δ' ἐσθλὸν τ' ἀμαλδύνει B.14.3.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[deshacerse]], [[destruirse]] ὥς κέν τοι ... τεῖχος ἀμαλδύνηται <i>Il</i>.7.463.<br /><b class="num">2</b> [[estropearse]] ὄμματα Hp.<i>Mul</i>.2.201, ἡ [[δίοδος]] ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς Hp.<i>Genit</i>.2, ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν <i>AP</i> 6.18 (Iul.).<br /><b class="num">III</b> [[ablandar]], [[mitigar]] ἐλπωρὴ ... ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, πάντα ... ἠμάλδυνε θεὴ Κύπρις Q.S.13.401.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la raíz *<i>melH<sup>u̯</sup></i>- ‘moler’, ‘machacar’, ‘blando’. C. dist. grados vocálicos y trat., encontramos en gr. μάλευρον, μύλη, μάλκη, [[βλάξ]], [[βληχρός]], [[βλαδύς]], μαλακός, [[ἀμαλός]], [[ἀμβλύς]], [[βλίτον]], etc. Fuera del griego lat. <i>molo</i>, <i>mulier</i>, <i>blandus</i>, got. <i>mulda</i> ‘polvo’, ai. <i>mlāyati</i> ‘debilitarse’, etc.
}}
}}

Revision as of 12:11, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλδύνω Medium diacritics: ἀμαλδύνω Low diacritics: αμαλδύνω Capitals: ΑΜΑΛΔΥΝΩ
Transliteration A: amaldýnō Transliteration B: amaldynō Transliteration C: amaldyno Beta Code: a)maldu/nw

English (LSJ)

(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly,

   A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202.    2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀμαλδυνῶ, ao. ἠμάλδυνα, pf. inus.
Pass. f. ἀμαλδυνθήσομαι, ao. ἠμαλδύνθην, pf. inus.
I. affaiblir, supprimer;
II. p. suite :
1 détruire;
2 rendre méconnaissable, dissimuler.
Étymologie: ἀμαλός.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀμαλδῦναι, part. -ύνᾶς, pass. pr. subj. ἀμαλδύνηται: crush, efface, τεῖχος. (Il.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1aplastar, destrozar τεῖχος Il.12.18, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax 380
estropear εἶδος h.Cer.94, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174, τίς φθόνος ἠμάλδυνε ... χαίτην; Nonn.D.18.349
poner fin τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17
borrar στίβον A.R.4.112.
2 ocultar φόνου τέλος A.R.1.834.
3 malgastar τὰ παρέοντα Democr.B 202, χρήματα Theoc.16.59.
4 fig. deprimir, desmoralizar συμφορὰ δ' ἐσθλὸν τ' ἀμαλδύνει B.14.3.
II en v. med.-pas.
1 deshacerse, destruirse ὥς κέν τοι ... τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463.
2 estropearse ὄμματα Hp.Mul.2.201, ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς Hp.Genit.2, ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP 6.18 (Iul.).
III ablandar, mitigar ἐλπωρὴ ... ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, πάντα ... ἠμάλδυνε θεὴ Κύπρις Q.S.13.401.

• Etimología: De la raíz *melH- ‘moler’, ‘machacar’, ‘blando’. C. dist. grados vocálicos y trat., encontramos en gr. μάλευρον, μύλη, μάλκη, βλάξ, βληχρός, βλαδύς, μαλακός, ἀμαλός, ἀμβλύς, βλίτον, etc. Fuera del griego lat. molo, mulier, blandus, got. mulda ‘polvo’, ai. mlāyati ‘debilitarse’, etc.