ἀντιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(Bailly1_1)
(big3_5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντιδώσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> donner en retour ; τινί [[τι]] qch à qqn ; χάριν SOPH témoigner de la reconnaissance;<br /><b>2</b> donner en échange : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀντί]] τινος une chose à la place d’une autre ; <i>abs.</i> ἀ. (<i>s.e.</i> τὴν οὐσίαν) offrir d’échanger sa fortune avec celle d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δίδωμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀντιδώσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> donner en retour ; τινί [[τι]] qch à qqn ; χάριν SOPH témoigner de la reconnaissance;<br /><b>2</b> donner en échange : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀντί]] τινος une chose à la place d’une autre ; <i>abs.</i> ἀ. (<i>s.e.</i> τὴν οὐσίαν) offrir d’échanger sa fortune avec celle d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δίδωμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[devolver]], [[pagar]], [[dar a cambio]] c. ac. μισθὸν τῆς προδοσίας ἀντιδιδόντες Gorg.B 11a.14, τὴν τιμωρίαν Th.2.53, τὰς ὁμοίας χάριτας μὴ ἀντιδιδόναι αἰσχρόν Th.3.63, (ὁ Πύρρος) οὐκ ἐδέξατο δωρεὰν ἀλλ' ἴσους ἀντέδωκε Plu.2.195b, cf. Memn.29.3, <i>SB</i> 9834a23 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. [[dar]] o [[pagar]] algo a alguien hοῖς χάριν ἀντιδίδο Anacr.194.2, cf. A.<i>Ch</i>.92, E.<i>Cyc</i>.192, [[δῶρον]] βουλόμενοι ἀντιδοῦναι Κροίσῳ Hdt.1.70, φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν declarando que a cambio le daría otros en mucho mayor número</i> Hdt.3.135, κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας τήνδ' ἀντιδώσω E.<i>HF</i> 1337, καὶ τοῖς εἰσαγομένοις ἀντεδίδους τοὺς μισθούς σου LXX <i>Ez</i>.27.15, σὺ δὲ ἡμῖν ἀντιδοίης τὴν εὐπείθειαν Gr.Naz.M.37.376A, cf. <i>BGU</i> 44.15 (II d.C.), Leont.Byz.M.86.1996D, en v. pas. [[δέομαι]] οὖν σου ... ἀντιδοθῆναί μοι τὸ ἴσον πλῆθος (γῆς) ἀνθ' ἧς κα[τ] ακεκλύκασιν <i>PEnteux</i>.60.10 (III a.C.), cf. Th.1.41, tb. c. ac. de cosa y πρός c. ac. de pers. ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40<br /><b class="num">•</b>c. ac. y adj. pred. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβόν S.<i>Ant</i>.1067<br /><b class="num">•</b>c. ac. y gen. [[dar]] o [[pagar]] a cambio de σὺ δ' ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας me has salvado dando lo más preciado a cambio de mi vida</i> E.<i>Alc</i>.340, cf. <i>IT</i> 28, <i>Lyr.Adesp</i>.475.7<i>S</i>., tb. c. ac. y [[ἀντί]] c. gen. ὅτ' ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ Ar.<i>Pax</i> 1251<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[permitir]] τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν déjanos echarles igual llave</i> A.<i>Ch</i>.498, cf. S.<i>OC</i> 232<br /><b class="num">•</b>abs. ὁ Κῦρος λαμβάνων ... ἀντεδίδου X.<i>Cyr</i>.8.6.23, cf. Arist.<i>MM</i> 1210<sup>b</sup>18.<br /><b class="num">2</b> en Atenas, uso legal, [[ofrecer a alguien a cambio de su fortuna]] (v. [[ἀντίδοσις]]) τριηραρχίαν D.21.78, cf. 20.130<br /><b class="num">•</b>[[dar a cambio la propia fortuna]] [[δεκάκις]] ἂν ἕλοιτο χορηγῆσαι μᾶλλον ἢ ἀντιδοῦναι [[ἅπαξ]] Lys.24.9, cf. D.28.17.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[dar como antídoto]] καὶ τοῖς θανασίμοις ἀντιδώσεις φαρμάκοις Damocr. en Gal.14.90.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[combatir]] la fiebre ὁκόσα πυρετῷ ἀντιδίδοται ... κακοήθεα Hp.<i>Coac</i>.141.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδίδωμι Medium diacritics: ἀντιδίδωμι Low diacritics: αντιδίδωμι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: antidídōmi Transliteration B: antididōmi Transliteration C: antididomi Beta Code: a)ntidi/dwmi

English (LSJ)

   A give in return, repay, τινί τι Hdt.1.70, 3.135, A.Ch.94, etc.; πόνον, οὐ χάριν, ἀντιδίδωσιν ἔχειν S.OC232, cf.A.Ch.498, Eu.264; νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀ. S.Ant.1067; ἀ. χάριν E.HF1337, cf. Th.1.41, 3.63; τιμωρίαν Id.2.53; λαμβάνων ἀντεδίδου X.Cyr.8.6.23:—Pass., ἔλεος πρός τινα δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40.    2 give for or instead of, τί τινος E.Alc.340, IT28; τι ἀντί τινος Ar.Pax1251.    II at Athens, ἀ. [τὴν οὐσίαν] offer to change fortunes with one (cf. ἀντίδοσις 11), Lys.24.9, D.20.130; ἀ. τριηραρχίαν Id.21.78; accept such an offer, Id.28.17.    III give as an antidote, Damocr. ap. Gal.14.90.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δίδωμι), dagegen geben, vergelten, τινί τι, Aesch. Ch. 92; Soph. Ant. 1033; δῶρόν τινι, ein Gegengeschenk machen, Her. 1, 70; τὰς ὁμοίας χάριτας Thuc. 3, 63; vgl. 1, 41; τιμωρίαν, δίκην, 2, 53. 3, 67, Strafe leiden für Vergehungen, Xen. Cyr. 8, 6, 23; τινός τι, etwas für etwas geben, Eur. Alc. 31. – Vom Vermögenstausch, Lys. 24, 9; Dem. 28, 17; ἀντιδιδόντες τριηραρχίαν 21, 78, die Uebernahme der Trierarchie unter Anbietung des Vermögenstausches anbieten (ἀντιδῴην Dem. 28, 17); s. ἀντίδοσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω καὶ αὐτός τι εἰς τὸν δόντα μοί τι, ἀνταποδίδω, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι τῷ Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 70., 3. 135, Αἰσχύλ. Χο. 94, κτλ.: πόνον, οὐ χάριν, ἀντιδίδωσιν ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 232· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 498, Εὐμ. 264· νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντ. Σοφ. Ἀντ. 1067· ἀντ. χάριν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1337, Θουκ. 1. 41., 3. 63· τιμωρίαν ὁ αὐτ. 2. 53· λαμβάνων ἀντεδίδου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 23: - Παθ., ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Θουκ. 3. 40. 2) δίδω τι ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔμελλε νὰ δώσῃ ἄλλος, σὺ δ’ ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας Εὐρ. Ἄλκ. 340, Ι. Τ. 28. τι ἀντί τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1251. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἀντ. [τὴν οὐσίαν], προτείνω νὰ ἀνταλλάξω τὴν περιουσίαν μου πρός τινα (πρβλ. τὴν λέξ. ἀντίδοσις), Λυσ. 169. 4, Δημ. 469. 21· ἵν’ εἰ μὲν ἀντιδοίην, μὴ ἐξείη μοι πρὸς αὐτοὺς ἀντιδικεῖν, ὥστε ἐὰν παραδέχωμαι νὰ ἀντιδώσω κτλ., ὁ αὐτ. 840. 28· οὕτως, ἀντ. τριηραρχίαν ὁ αὐτ. 539, ἐν τέλ. ΙΙΙ. δίδω ὡς ἀντίδοτον ἢ ἀντιφάρμακον, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 14. 90.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιδώσω, etc.
1 donner en retour ; τινί τι qch à qqn ; χάριν SOPH témoigner de la reconnaissance;
2 donner en échange : τί τινος, τι ἀντί τινος une chose à la place d’une autre ; abs. ἀ. (s.e. τὴν οὐσίαν) offrir d’échanger sa fortune avec celle d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δίδωμι.

Spanish (DGE)

I 1devolver, pagar, dar a cambio c. ac. μισθὸν τῆς προδοσίας ἀντιδιδόντες Gorg.B 11a.14, τὴν τιμωρίαν Th.2.53, τὰς ὁμοίας χάριτας μὴ ἀντιδιδόναι αἰσχρόν Th.3.63, (ὁ Πύρρος) οὐκ ἐδέξατο δωρεὰν ἀλλ' ἴσους ἀντέδωκε Plu.2.195b, cf. Memn.29.3, SB 9834a23 (III d.C.)
c. ac. y dat. dar o pagar algo a alguien hοῖς χάριν ἀντιδίδο Anacr.194.2, cf. A.Ch.92, E.Cyc.192, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι Κροίσῳ Hdt.1.70, φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν declarando que a cambio le daría otros en mucho mayor número Hdt.3.135, κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας τήνδ' ἀντιδώσω E.HF 1337, καὶ τοῖς εἰσαγομένοις ἀντεδίδους τοὺς μισθούς σου LXX Ez.27.15, σὺ δὲ ἡμῖν ἀντιδοίης τὴν εὐπείθειαν Gr.Naz.M.37.376A, cf. BGU 44.15 (II d.C.), Leont.Byz.M.86.1996D, en v. pas. δέομαι οὖν σου ... ἀντιδοθῆναί μοι τὸ ἴσον πλῆθος (γῆς) ἀνθ' ἧς κα[τ] ακεκλύκασιν PEnteux.60.10 (III a.C.), cf. Th.1.41, tb. c. ac. de cosa y πρός c. ac. de pers. ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
c. ac. y adj. pred. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβόν S.Ant.1067
c. ac. y gen. dar o pagar a cambio de σὺ δ' ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας me has salvado dando lo más preciado a cambio de mi vida E.Alc.340, cf. IT 28, Lyr.Adesp.475.7S., tb. c. ac. y ἀντί c. gen. ὅτ' ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ Ar.Pax 1251
c. inf. permitir τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν déjanos echarles igual llave A.Ch.498, cf. S.OC 232
abs. ὁ Κῦρος λαμβάνων ... ἀντεδίδου X.Cyr.8.6.23, cf. Arist.MM 1210b18.
2 en Atenas, uso legal, ofrecer a alguien a cambio de su fortuna (v. ἀντίδοσις) τριηραρχίαν D.21.78, cf. 20.130
dar a cambio la propia fortuna δεκάκις ἂν ἕλοιτο χορηγῆσαι μᾶλλον ἢ ἀντιδοῦναι ἅπαξ Lys.24.9, cf. D.28.17.
II medic.
1 dar como antídoto καὶ τοῖς θανασίμοις ἀντιδώσεις φαρμάκοις Damocr. en Gal.14.90.
2 en v. med. combatir la fiebre ὁκόσα πυρετῷ ἀντιδίδοται ... κακοήθεα Hp.Coac.141.