ἀροτρευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_14) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀροτρευτήρ''': ὁ, = [[ἀροτήρ]], ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος [[αὐτόθι]] 242. | |lstext='''ἀροτρευτήρ''': ὁ, = [[ἀροτήρ]], ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος [[αὐτόθι]] 242. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[arador]], [[labrador]] (ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρης <i>AP</i> 9.299 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>fig. πόντου ἀ. marinero</i>, <i>AP</i> 9.242 (Antiphil.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = ἀροτήρ, ἀρούρης AP9.299 (Phil.); πόντου ib.242 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 357] ῆρος, ὁ, der Pflüger; πόντου, Schiffer, Antiphil. 41 (IX, 242).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρευτήρ: ὁ, = ἀροτήρ, ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος αὐτόθι 242.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arador, labrador (ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρης AP 9.299 (Phil.)
•fig. πόντου ἀ. marinero, AP 9.242 (Antiphil.).