ἀσκαύλης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(6_19) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκαύλης''': -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381. | |lstext='''ἀσκαύλης''': -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ lat. [[ascaules]], [[gaitero]], <i>PSAAthen</i>.43ue.1.3, 5, 7, 2.6 (II d.C.), Mart.10.3, <i>Not.Tir</i>.107.11 (cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (
A ἀσκόσ bagpiper, Mart.10.3, Gloss.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, Sackpfeifer, Dio Chrys. or. 71.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαύλης: -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ lat. ascaules, gaitero, PSAAthen.43ue.1.3, 5, 7, 2.6 (II d.C.), Mart.10.3, Not.Tir.107.11 (cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9).