διακούω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διακούσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> écouter jusqu’au bout;<br /><b>II.</b> écouter <i>ou</i> apprendre par l’entremise d’un autre :<br /><b>1</b> apprendre qch de la bouche de qqn;<br /><b>2</b> suivre les leçons de, être disciple de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀκούω]]. | |btext=<i>f.</i> διακούσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> écouter jusqu’au bout;<br /><b>II.</b> écouter <i>ou</i> apprendre par l’entremise d’un autre :<br /><b>1</b> apprendre qch de la bouche de qqn;<br /><b>2</b> suivre les leçons de, être disciple de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀκούω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[oír hasta el final]], [[enterarse bien]], o simpl. [[oír]] c. ac. del contenido τὸν λόγον Pl.<i>R</i>.336b, cf. Men.<i>Dysc</i>.70, Plu.<i>Alex</i>.68, ταῦτα δὲ ἃ πάμπολυν χρόνον διακήκοα Pl.<i>Ti</i>.26b, τὰ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἀνδρὸς ἔργα X.<i>Oec</i>.11.1, πολλὰ ... μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα Philostr.<i>VA</i> 4.15, c. gen. del contenido ἔδει αὐτὸν ([[Δία]]) καθεζόμενον διακοῦσαι τῶν εὐχῶν Luc.<i>Icar</i>.25, c. gen. de pers. o giro c. παρά o ἐκ: εἴ τινων πολλάκις [[ἄρα]] διακήκοας Pl.<i>Plt</i>.264b, διακούσας τῶν ἡγεμόνων τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον Plb.2.4.6, cf. 50.5, ὅτι ... τάχα που καὶ τίτθης διακήκοας Philostr.<i>Im</i>.1.15, τί τε καὶ πῶς καὶ παρὰ τίνων ὡς ἀληθῆ διακηκοὼς ἔλεγεν ὁ Σόλων Pl.<i>Ti</i>.21d, διάκουσον σαφῶς παρὰ τῶν ἐκ Βαβυλῶνος ὃν τρόπον ... Theopomp.Hist.253, ἐξ ὧν ἡμεῖς ἀνέγνωμεν ἢ διηκούσαμεν Plu.<i>Dem</i>.31<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἅπαντος τοῦ λόγου διακούσεται Aristid.<i>Or</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>c. περί: περὶ τούτων διακούσας D.S.17.107, περὶ τοῦ γάμου σφῶν (τῶν φοινίκων) διακηκοώς, ὅτι ἄγονται ... Philostr.<i>Im</i>.1.9<br /><b class="num">•</b>abs. ὁ δὲ διακούσας παραχρῆμα συνῆγε Plb.1.43.3, cf. Pl.<i>Sph</i>.217b.<br /><b class="num">2</b> [[aprender como discípulo]], c. ac. del contenido εἰ [[γάρ]] τις διακούσειεν ἅπαντα τὰ περὶ τοὺς λόγους Isoc.15.192, cf. Pl.<i>Prm</i>.126c, c. ac. del contenido y gen. de la pers. o giro c. παρά: τὰ μὲν γεωμετρικὰ Ἀρχύτα διήκουσε D.L.8.86, τάδε παρὰ Τεύκρου ... διήκουσα Architas en D.L.8.82, c. gen. del contenido διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων Plu.<i>Them</i>.29, cf. Eus.<i>Marcell</i>.1.3.5, c. περί y gen., Onesicritus 17b<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[ser alumno de]], [[asistir a las lecciones de]] διήκουσε ... Σπευσίππου <i>Vit.Fr.Pap.Phil</i>. en <i>POxy</i>.3656.1, εἴκοσιν ἔτη διήκουσε Σωκράτους D.L.3.6, cf. 4.24, Plu.2.419b<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. οὗ διηκουσάμην Str.14.1.48<br /><b class="num">•</b>abs. εἰς ἐπιθυμίαν ᾔει τοῦ διακοῦσαι ἐναργέστερον Pl.<i>Ep</i>.338e<br /><b class="num">•</b>part. subst. [[discípulo]] τινες ... ἦσαν Δίωνός τε [[ἄττα]] διακηκοότες Pl.<i>Ep</i>.338d, οἱ Ἐπικούρου διακηκοότες Phld.<i>Cont</i>.fr.107.15, cf. <i>Stoic.Hist</i>.17.10, Arr.<i>An</i>.4.10.1.<br /><b class="num">3</b> jur., c. suj. de una autoridad o instancia judicial [[escuchar los testimonios]] o [[realizar una investigación]], [[entender en]] c. ac. διακούσασα ἡ σύγκλητος τὰ κατὰ μέρος D.S.31.23, διακούσας τὸ ζητούμενον Plu.<i>Tim</i>.38, c. gen. τούτων τῶν λόγων [[ἑκατέρωθεν]] διακούσας ὑπὲρ σεαυτοῦ δίκασον Clem.Al.<i>QDS</i> 23.5, c. giro prep. ἡ δὲ σύγκλητος διακούσασα περὶ τούτων Plb.21.24.13<br /><b class="num">•</b>c. gen. de la pers. τῶν πρεσβευτῶν ... διηκούσαμεν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν χώραν <i>SEG</i> 39.1426.3 (Cilicia III a.C.), cf. <i>IPr</i>.37.20 (II a.C.), <i>ICr</i>.3.4.9.29 (Itanos II a.C.), Nicocl.2, διήκουσε τῶν πρέσβεων ὁ δῆμος D.S.12.33, ἀνακαλεσάμενός μου διάκουσον cítame y escucha mi caso</i>, <i>PCair.Zen</i>.626.11 (III a.C.), (τὸν στρατηγόν) διακοῦσαί μου πρὸς αὐτόν que (el estratego) escuche mis alegaciones contra aquél</i>, <i>PMich</i>.174.18 (II d.C.), cf. <i>PFouad</i> 26.51 (II d.C.), διακούειν τινῶν D.C.55.33.5<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διακούσομαί σου <i>Act.Ap</i>.23.35<br /><b class="num">•</b>abs. <i>PMich.Zen</i>.57.11 (III a.C.), διακούων ἰδίᾳ D.S.37.22a, cf. I.<i>AI</i> 20.129, διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε LXX <i>De</i>.1.16, cf. <i>Ib</i>.9.33. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ακούσομαι Act.Ap.23.35:—hear out or to the end, τι X.Oec.11.1; πάντα Men.Epit.471: abs., of a court, try out a case, OGI335.71 (Pergam.); hear or learn from another, τινὸς ἄττα Pl.Ep. 338d; παρά τινος Theopomp.Hist.244; δ. τά δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Arist.Pol.1273a10: c. gen. rei, [λόγων] Pl.Prm.126c; τῶν λεγομένων Plb.6.58.8; περί τινος Id.3.15.4: c. gen. pers., of parties to a dispute, SIG599.20 (Priene), 685.29 (Crete), PGrenf.1.11i8(ii B.C.), Act.Ap.l.c., etc.; δ. μου πρὸς αὐτούς BGU168.28 (ii A.D.), cf.PLond. 3.924.16 (ii A.D.); also, to be a hearer or disciple of, Phld.Rh.1.96S., Plu.Cic.4; τὰ γεωμετρικά τινος D.L.8.86: abs., Phld.Herc.862.3.
German (Pape)
[Seite 583] (s. ἀκούω), durch, d. i. zu Ende anhören, τελέως τινός, Xen. Oec. 11, 1; ταῦτα πάντα, Hier. 7, 11; τινός, Plat. Polit 264 b; τῶν λόγων, Parmen. 126 c; τὸν λόγον, Rep. I, 336 b; παρά τινος. Theop. Ath. XIII, 595 a; bes. = als Schüler zuhören τινός, Plut. Cic. 4; τὰ γεωμετρικὰ τοῦ Ἀρχύτα, D. L. 8, 86; auch μαγικῶν λόγων, Plut. Them. 29; vgl. ἀκούω; – περί τινος, worüber, Pol. 3, 15. 4.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι· (ἴδε ἀκούω)· - ἀκούω ἐντελῶς, ἀκούω μέχρι τέλους, τι Ξεν. Οἰκ. 11, 1, κτλ.· - ἀκούω ἢ μανθάνω παρ’ ἄλλου, τι τινος Πλάτ. Πολιτ. 264Β· παρά τινος Θεόπομπ. Ἱστ. 277· δ. τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 6· - ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, δ. τῶν λόγων Πλάτ. Παρμ. 126C· περί τινος Πολύβ. 3. 15, 4· - ἀλλὰ μετὰ γεν. προσώπου, εἶμαι ἀκροατὴς ἢ μαθητής τινος, Πλούτ. Κικ. 4, πρβλ. Ἐπ. Πλάτ. 338D.
French (Bailly abrégé)
f. διακούσομαι, etc.
I. écouter jusqu’au bout;
II. écouter ou apprendre par l’entremise d’un autre :
1 apprendre qch de la bouche de qqn;
2 suivre les leçons de, être disciple de, gén..
Étymologie: διά, ἀκούω.
Spanish (DGE)
1 oír hasta el final, enterarse bien, o simpl. oír c. ac. del contenido τὸν λόγον Pl.R.336b, cf. Men.Dysc.70, Plu.Alex.68, ταῦτα δὲ ἃ πάμπολυν χρόνον διακήκοα Pl.Ti.26b, τὰ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἀνδρὸς ἔργα X.Oec.11.1, πολλὰ ... μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα Philostr.VA 4.15, c. gen. del contenido ἔδει αὐτὸν (Δία) καθεζόμενον διακοῦσαι τῶν εὐχῶν Luc.Icar.25, c. gen. de pers. o giro c. παρά o ἐκ: εἴ τινων πολλάκις ἄρα διακήκοας Pl.Plt.264b, διακούσας τῶν ἡγεμόνων τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον Plb.2.4.6, cf. 50.5, ὅτι ... τάχα που καὶ τίτθης διακήκοας Philostr.Im.1.15, τί τε καὶ πῶς καὶ παρὰ τίνων ὡς ἀληθῆ διακηκοὼς ἔλεγεν ὁ Σόλων Pl.Ti.21d, διάκουσον σαφῶς παρὰ τῶν ἐκ Βαβυλῶνος ὃν τρόπον ... Theopomp.Hist.253, ἐξ ὧν ἡμεῖς ἀνέγνωμεν ἢ διηκούσαμεν Plu.Dem.31
•en v. med. mismo sent. ἅπαντος τοῦ λόγου διακούσεται Aristid.Or.4.20
•c. περί: περὶ τούτων διακούσας D.S.17.107, περὶ τοῦ γάμου σφῶν (τῶν φοινίκων) διακηκοώς, ὅτι ἄγονται ... Philostr.Im.1.9
•abs. ὁ δὲ διακούσας παραχρῆμα συνῆγε Plb.1.43.3, cf. Pl.Sph.217b.
2 aprender como discípulo, c. ac. del contenido εἰ γάρ τις διακούσειεν ἅπαντα τὰ περὶ τοὺς λόγους Isoc.15.192, cf. Pl.Prm.126c, c. ac. del contenido y gen. de la pers. o giro c. παρά: τὰ μὲν γεωμετρικὰ Ἀρχύτα διήκουσε D.L.8.86, τάδε παρὰ Τεύκρου ... διήκουσα Architas en D.L.8.82, c. gen. del contenido διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων Plu.Them.29, cf. Eus.Marcell.1.3.5, c. περί y gen., Onesicritus 17b
•c. gen. de pers. ser alumno de, asistir a las lecciones de διήκουσε ... Σπευσίππου Vit.Fr.Pap.Phil. en POxy.3656.1, εἴκοσιν ἔτη διήκουσε Σωκράτους D.L.3.6, cf. 4.24, Plu.2.419b
•en v. med. mismo sent. οὗ διηκουσάμην Str.14.1.48
•abs. εἰς ἐπιθυμίαν ᾔει τοῦ διακοῦσαι ἐναργέστερον Pl.Ep.338e
•part. subst. discípulo τινες ... ἦσαν Δίωνός τε ἄττα διακηκοότες Pl.Ep.338d, οἱ Ἐπικούρου διακηκοότες Phld.Cont.fr.107.15, cf. Stoic.Hist.17.10, Arr.An.4.10.1.
3 jur., c. suj. de una autoridad o instancia judicial escuchar los testimonios o realizar una investigación, entender en c. ac. διακούσασα ἡ σύγκλητος τὰ κατὰ μέρος D.S.31.23, διακούσας τὸ ζητούμενον Plu.Tim.38, c. gen. τούτων τῶν λόγων ἑκατέρωθεν διακούσας ὑπὲρ σεαυτοῦ δίκασον Clem.Al.QDS 23.5, c. giro prep. ἡ δὲ σύγκλητος διακούσασα περὶ τούτων Plb.21.24.13
•c. gen. de la pers. τῶν πρεσβευτῶν ... διηκούσαμεν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν χώραν SEG 39.1426.3 (Cilicia III a.C.), cf. IPr.37.20 (II a.C.), ICr.3.4.9.29 (Itanos II a.C.), Nicocl.2, διήκουσε τῶν πρέσβεων ὁ δῆμος D.S.12.33, ἀνακαλεσάμενός μου διάκουσον cítame y escucha mi caso, PCair.Zen.626.11 (III a.C.), (τὸν στρατηγόν) διακοῦσαί μου πρὸς αὐτόν que (el estratego) escuche mis alegaciones contra aquél, PMich.174.18 (II d.C.), cf. PFouad 26.51 (II d.C.), διακούειν τινῶν D.C.55.33.5
•tb. en v. med. διακούσομαί σου Act.Ap.23.35
•abs. PMich.Zen.57.11 (III a.C.), διακούων ἰδίᾳ D.S.37.22a, cf. I.AI 20.129, διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε LXX De.1.16, cf. Ib.9.33.