δόλιος: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(SL_1) |
(big3_12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δόλῐος</b> <br /> <b>1</b> [[devious]] δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “[[κέρδος]] αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) [[ἄνευ]] κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι [[χρησάμενος]] (N. 4.57) [[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' [[ἀνδράσι]] κρέμαται (I. 8.14) | |sltr=<b>δόλῐος</b> <br /> <b>1</b> [[devious]] δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “[[κέρδος]] αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) [[ἄνευ]] κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι [[χρησάμενος]] (N. 4.57) [[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' [[ἀνδράσι]] κρέμαται (I. 8.14) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -ον E.<i>Alc</i>.33, <i>Tr</i>.530; sg. gen. masc. -οιο Opp.<i>H</i>.3.598, 4.467; plu. dat. masc. δολίοισι Opp.<i>C</i>.3.259, fem. δολίῃσιν A.R.4.59]<br /><b class="num">1</b> [[engañoso]], [[falaz]] de héroes, dioses y personif. οἰκονόμος δ., ... Μῆνις A.<i>A</i>.155, cf. <i>Ch</i>.726, Ὀδυσσεύς S.<i>Ph</i>.608, μάγος ... [[ἀγύρτης]] de Tiresias, S.<i>OT</i> 388, νύκτωρ ... δ. ὁρμᾶται μόνος de Ayante, S.<i>Ai</i>.47, de Afrodita, B.17.116, cf. E.<i>Hel</i>.238, de Hermes <i>SEG</i> 37.1673 (Cirene VI a.C.), S.<i>Ph</i>.133, Ar.<i>Pl</i>.1157, <i>Th</i>.1202, Aen.Tact.24.15, <i>IG</i> 3(3).90a.16 (III a.C.?), Paus.7.27.1, del demonio, Ath.Al.<i>V.Anton</i>.6.1<br /><b class="num">•</b>de pers. [[ἀστός]] Pi.<i>P</i>.2.82, φῶτες <i>Lyr.Adesp</i>.21.19, cf. Hp.<i>Vict</i>.1.36, Vett.Val.17.12, τύραννος Plb.21.34.1, de los iracundos, Phld.<i>Ir</i>.28.32, ἐργάται 2<i>Ep.Cor</i>.11.13, δολιώτατος [[ἀνήρ]] I.<i>BI</i> 4.208, ref. al carácter y partes del cuerpo que lo reflejan ἦθος ... δ. carácter traicionero</i> Thgn.1244, cf. Plb.6.47.5, δ. ... ἦτορ corazón desleal</i> Thgn.122, [[δόλιον]] ὄμμα ἔχων el tábano de Ío, A.<i>Pr</i>.569, δόλιαι ψυχαί, δόλιαι φρένες Ar.<i>Pax</i> 1068, cf. D.H.3.30, χείλη 1<i>Ep.Clem</i>.15.5, [[γλῶσσα]] LXX <i>Ps</i>.51.6, cf. Nonn.<i>D</i>.4.76, πόθος Nonn.<i>D</i>.42.208<br /><b class="num">•</b>de anim. δ. κερδώ Ar.<i>Eq</i>.1068, δολίου ὑπὸ θηρός <i>Orac.Sib</i>.12.185<br /><b class="num">•</b>de abstr. δολίῳ μόρῳ δαμείς A.<i>A</i>.1495, 1519, cf. <i>AP</i> 7.540 (Damag.), ἄτα S.<i>Tr</i>.851, E.<i>Tr</i>.530, κέρδος αἰνῆσαι ... [[δόλιον]] elogiar la ganancia fraudulenta</i> Pi.<i>P</i>.4.140, δ. ... αἰών engañosa existencia</i> humana, Pi.<i>I</i>.8.14, ἀπάται Orph.<i>H</i>.28.5, cf. Nonn.<i>D</i>.8.124, λόχος Orác. en Paus.4.12.4, Opp.<i>C</i>.3.259, μῆτις Opp.<i>C</i>.1.248, 3.415, δολίην ὑπὸ νύκτα Triph.29<br /><b class="num">•</b>de concr. ὁππότε μιν [[δόλιον]] περὶ κύκλον ἄγωσι cuando lo llevan en engañoso círculo</i> a un león acorralado <i>Od</i>.4.792, [[ἄνευ]] κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων sin perros ni engañosas redes</i> Pi.<i>N</i>.3.51, cf. Opp.<i>H</i>.3.598, 4.467, τέχνη <i>Od</i>.4.455, Hes.<i>Th</i>.160, 555, E.<i>Alc</i>.33, cf. Pi.<i>N</i>.4.57, ἔπη <i>Od</i>.9.282, cf. LXX <i>Pr</i>.12.6, ἀοιδαί A.R.4.59, νόσος <i>AP</i> 16.132 (Theodorid.), προπόσεις <i>AP</i> 5.199 (Hedyl.), χρυσός <i>AP</i> 8.180, 211 (Greg.Naz.), <i>Orac.Sib</i>.14.351, ὁδός <i>AP</i> 7.546.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[engaño]], [[ardid]], [[trampa]] ὡς μήτ' ἐκ τοῦ βιαίου παθεῖν μηθὲν μήτ' ἐκ τοῦ δολίου D.H.11.22, plu. ὅστις καθ' ἑτέρου δόλια μηχανεύεται <i>Trag.Adesp</i>.573<br /><b class="num">•</b>ἡ δ. [[la mujer engañosa]], <i>AP</i> 5.7, 189 (Asclep.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[dolosamente]] ([[Δίκα]]) δολίως βλαπτομένα (Justicia) dañada con engaño</i> A.<i>Ch</i>.955, οὐ λήσεις δ. <i>Batr</i>.(a) 93, πᾶς φίλος δ. πορεύσεται LXX <i>Ie</i>.9.3, τοῦτο κἀκείνων δ. ὑποπτευσάντων D.L.9.36, φιλεῖν δ. Aesop.7.3, μηδέποθ' ὑπούλως ἢ δ. λαλῶν τινι <i>GVI</i> 1113a.7 (Apamea III d.C.), δ. αὐτὸν συνλαβέσθαι (<i>sic</i>) <i>PLaur</i>.42.5, 7 (IV/V d.C.) en <i>BL</i> 7.76. • DMic.: <i>do-ri-wo</i> (?). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): —
A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε . . δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δ. χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60 W. Adv. -ίως Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.
German (Pape)
[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.
English (Autenrieth)
(δόλος): deceitful, deceiving. (Od.)
English (Slater)
δόλῐος
1 devious δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον E.Alc.33, Tr.530; sg. gen. masc. -οιο Opp.H.3.598, 4.467; plu. dat. masc. δολίοισι Opp.C.3.259, fem. δολίῃσιν A.R.4.59]
1 engañoso, falaz de héroes, dioses y personif. οἰκονόμος δ., ... Μῆνις A.A.155, cf. Ch.726, Ὀδυσσεύς S.Ph.608, μάγος ... ἀγύρτης de Tiresias, S.OT 388, νύκτωρ ... δ. ὁρμᾶται μόνος de Ayante, S.Ai.47, de Afrodita, B.17.116, cf. E.Hel.238, de Hermes SEG 37.1673 (Cirene VI a.C.), S.Ph.133, Ar.Pl.1157, Th.1202, Aen.Tact.24.15, IG 3(3).90a.16 (III a.C.?), Paus.7.27.1, del demonio, Ath.Al.V.Anton.6.1
•de pers. ἀστός Pi.P.2.82, φῶτες Lyr.Adesp.21.19, cf. Hp.Vict.1.36, Vett.Val.17.12, τύραννος Plb.21.34.1, de los iracundos, Phld.Ir.28.32, ἐργάται 2Ep.Cor.11.13, δολιώτατος ἀνήρ I.BI 4.208, ref. al carácter y partes del cuerpo que lo reflejan ἦθος ... δ. carácter traicionero Thgn.1244, cf. Plb.6.47.5, δ. ... ἦτορ corazón desleal Thgn.122, δόλιον ὄμμα ἔχων el tábano de Ío, A.Pr.569, δόλιαι ψυχαί, δόλιαι φρένες Ar.Pax 1068, cf. D.H.3.30, χείλη 1Ep.Clem.15.5, γλῶσσα LXX Ps.51.6, cf. Nonn.D.4.76, πόθος Nonn.D.42.208
•de anim. δ. κερδώ Ar.Eq.1068, δολίου ὑπὸ θηρός Orac.Sib.12.185
•de abstr. δολίῳ μόρῳ δαμείς A.A.1495, 1519, cf. AP 7.540 (Damag.), ἄτα S.Tr.851, E.Tr.530, κέρδος αἰνῆσαι ... δόλιον elogiar la ganancia fraudulenta Pi.P.4.140, δ. ... αἰών engañosa existencia humana, Pi.I.8.14, ἀπάται Orph.H.28.5, cf. Nonn.D.8.124, λόχος Orác. en Paus.4.12.4, Opp.C.3.259, μῆτις Opp.C.1.248, 3.415, δολίην ὑπὸ νύκτα Triph.29
•de concr. ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι cuando lo llevan en engañoso círculo a un león acorralado Od.4.792, ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων sin perros ni engañosas redes Pi.N.3.51, cf. Opp.H.3.598, 4.467, τέχνη Od.4.455, Hes.Th.160, 555, E.Alc.33, cf. Pi.N.4.57, ἔπη Od.9.282, cf. LXX Pr.12.6, ἀοιδαί A.R.4.59, νόσος AP 16.132 (Theodorid.), προπόσεις AP 5.199 (Hedyl.), χρυσός AP 8.180, 211 (Greg.Naz.), Orac.Sib.14.351, ὁδός AP 7.546.
2 subst. τὸ δ. engaño, ardid, trampa ὡς μήτ' ἐκ τοῦ βιαίου παθεῖν μηθὲν μήτ' ἐκ τοῦ δολίου D.H.11.22, plu. ὅστις καθ' ἑτέρου δόλια μηχανεύεται Trag.Adesp.573
•ἡ δ. la mujer engañosa, AP 5.7, 189 (Asclep.).
III adv. -ως dolosamente (Δίκα) δολίως βλαπτομένα (Justicia) dañada con engaño A.Ch.955, οὐ λήσεις δ. Batr.(a) 93, πᾶς φίλος δ. πορεύσεται LXX Ie.9.3, τοῦτο κἀκείνων δ. ὑποπτευσάντων D.L.9.36, φιλεῖν δ. Aesop.7.3, μηδέποθ' ὑπούλως ἢ δ. λαλῶν τινι GVI 1113a.7 (Apamea III d.C.), δ. αὐτὸν συνλαβέσθαι (sic) PLaur.42.5, 7 (IV/V d.C.) en BL 7.76. • DMic.: do-ri-wo (?).