σμάραγδος: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(Bailly1_4)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>ou</i> [[σμάραγδος]] [[λίθος]];<br />HDT émeraude.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> marakatas <i>ou</i> maraktas.
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>ou</i> [[σμάραγδος]] [[λίθος]];<br />HDT émeraude.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> marakatas <i>ou</i> maraktas.
}}
{{eles
|esgtx=[[esmeralda]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμάραγδος Medium diacritics: σμάραγδος Low diacritics: σμάραγδος Capitals: ΣΜΑΡΑΓΔΟΣ
Transliteration A: smáragdos Transliteration B: smaragdos Transliteration C: smaragdos Beta Code: sma/ragdos

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ (ὁ, Str.16.4.20, Orph.L.614), name of several green stones, including the

   A emerald, Hdt.2.44, 3.41, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.23, al., LXX Ex.28.9, al., Str.l.c., 17.1.45, Plin.HN37.62, al., Hld.2.30, Olymp.Hist.p.466 D., PMag.Lond.46.239; also μάραγδος, Men.373, Com. in PSI2.143.3, Orph. l.c., Nonn.D.5.178, 18.80; σφραγὶς μαράγδου IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), 199 B 59 (ibid.), but σφραγὶς σμαράγδου 203 B 87 (ibid., iii B.C.); ζμάραγδος implied in Luc.Jud.Voc.9.    II Σμάραγδος, ἡ, name of the emerald mines in Egypt, ἀρχιμεταλλάρχου τῆς Ζμαράγδου Proc.Soc.Bibl. Arch. 31 (1909).323 (i A.D.); μεταλλάρχη (gen. sg.) Ζμαράκτου OGI660.2 (Egypt, i A.D.); also Σμάραγδος ὄρος Ptol.Geog.4.5.8.

German (Pape)

[Seite 910] ὁ, bei Theophr. auch ἡ, ein Edelstein, smaragdus; Her. 2, 44; Plat. Phaed. 110 d; wohl nicht immer unser Smaragd, sondern auch Beryll, auch hellgrüner, durchsichtiger Flußspath; man scheint übh. alle grünen Krystalle, auch grüne Glasflüsse unter diesem Namen begriffen zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

σμάραγδος: ἡ, (τὸ ἀρσεν, δὲν βεβαιοῦται εἰ μὴ παρὰ μεταγεν., Ὀρφ. Λιθ. 608, Κοσμᾶς), Λατ. smaragdus, πολύτιμος λίθος χρῶμα ἔχουσα ἀνοικτὸν πράσινον, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 44., 3. 41, παρ’ ᾧ καλεῖται σμ. λίθος. Συνήθως ταυτίζεται πρὸς τὸ Γαλλ. émeraude (Ἀγγλ. emerald)· ἀλλ’ ὁ King (Antique Gens σ. 27 κἑξ.) ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν γνησίαν émerande) δὲν ἐγίνωσκον οἱ παλαιοί·- ἡ παρ’ αὐτοῖς σμάραγδος ἦτο, φαίνεται, λίθος ἡμιδιαφανής, ὡς ἡ aqua marina, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Λίθ. 23 κἑξ., Πλίν. 37. 5, Lucas Q…aest Lexil. § 46· ἢ ἴσως πᾶς πρασινωπὸς κρύσταλλος οὕτως ὠνομάζετο· π.χ. ὑπῆρχε κίων ἐκ σμαράγδου ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἡρακλέους ἐν Τύρῳ, Ἡροδ. 2. 44, ὅπερ ὁ Θεόφρ. (ἔνθ’ ἀνωτ. 25) ὑποπτεύει ὡς μὴ ἀληθές· - αἱ γιγάντειοι αὗται σμάραγδοι ἦσαν ἴσως πράσινος ἴασπις ἢ μαλαχίτης ἢ (ἔτι πιθανώτερον) πρασίνη ὕαλος. Ὁ Kink ὑποθέτει ὅτι ἡ παρὰ Πλινίῳ Βακτριανὴ ἢ Σκυθικὴ σμάραγδος ἦτο πράσινον ῥουβίνιον.- Τύπος τις μάραγδος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νόνν. Δ. 5. 178., 18, πρβλ. Ἀθήν. 94Β. (Ἡ λέξις εἶναι πιθαν. ξενική. - Τὸ Σανσκρ. marakatas ἢ maraktas ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν· ἀλλὰ καὶ τούτου ἡ ἐτυμολογία δὲν δύναται νὰ ἀνιχνευθῇ, Κούρτ. σ. 526).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
ou σμάραγδος λίθος;
HDT émeraude.
Étymologie: cf. skr. marakatas ou maraktas.

Spanish

esmeralda