ὄγδοος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(SL_2)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὄγδοος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eighth]] παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει [[μέρος]] Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου [[τοῦ]] πρώτου Σ.) (P. 4.65)
|sltr=[[ὄγδοος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eighth]] παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει [[μέρος]] Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου [[τοῦ]] πρώτου Σ.) (P. 4.65)
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ὀκτώ]]; the [[eighth]]: [[eighth]].
}}
}}

Revision as of 17:43, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄγδοος Medium diacritics: ὄγδοος Low diacritics: όγδοος Capitals: ΟΓΔΟΟΣ
Transliteration A: ógdoos Transliteration B: ogdoos Transliteration C: ogdoos Beta Code: o)/gdoos

English (LSJ)

η, ον,

   A eighth, Il.7.223, etc. ; ὀγδόη (sc. ἡμέρα), ὀγδόῃ τῆς πρυτανείας IG12.374.416 ; ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Plu.Thes.36. [ὄγδοον as disyll., Od.7.261 = 14.287 (s. v. l.) : ὄγδος late spelling in Ostr.922, etc.]

German (Pape)

[Seite 290] der achte, Hom. ll. 7, 223 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὄγδοος: -η, -ον, (ἴδε ἐν λέξ. ὀκτώ), ὡς καί νῦν, Λατιν. octavus, Ὅμ., κλ.: ὀγδόη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Πλουτ. Θησ. 36. [ὄγδοον ὡς δισύλλ., Ὀδ. Η. 261]. - Ὄγδοος, μὴν Φωκέων, ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Ἡρακλείῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 82. 222.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
huitième.
Étymologie: ὀκτώ.

English (Slater)

ὄγδοος
   1 eighth παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου τοῦ πρώτου Σ.) (P. 4.65)

English (Strong)

from ὀκτώ; the eighth: eighth.