ἱκανός: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui va bien à qqn <i>ou</i> à qch ; suffisant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> suffisant, convenable : [[οὐχ]] ἱκανὴς οὔσης τῆς Ἀττικὴς ἀποικίας ἐξέπεμψαν THC l’Attique n’étant pas suffisante (pour les contenir) ils envoyèrent des colonies au dehors ; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ XÉN embarcations en nombre suffisant ; ἱκανὸς [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]], suffisant pour qch ; avec l’inf. : ἱκανὸς τὸ κελευόμενον ποιεῖν XÉN (serviteur) propre à faire ce qu’on lui commande, qui suffit à la besogne ; <i>abs.</i> τὰ ἱκανά ISOCR le suffisant, le nécessaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suffisant par l’intelligence, le talent, la puissance, le mérite, <i>etc.</i> : ἀνὴρ ἱκανὸς γνώμην HDT homme d’une grande prudence ; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν XÉN homme versé dans la médecine ; avec un dat. : ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ PLAT homme suffisant par l’expérience et par l’âge ; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι THC, [[πεῖσαι]] XÉN capable de prouver, de persuader ; ἱκανὸς ζημιοῦν XÉN qui a des pouvoirs suffisants pour punir ; <i>abs.</i> ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]] SOPH Apollon est assez puissant (pour cela) ; suffisant, (pour) suffisamment grand, puissant, <i>etc., càd</i> grand, puissant, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> ἱκανώτερος, <i>Sp.</i> ἱκανώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, cf. [[ἱκνέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui va bien à qqn <i>ou</i> à qch ; suffisant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> suffisant, convenable : [[οὐχ]] ἱκανὴς οὔσης τῆς Ἀττικὴς ἀποικίας ἐξέπεμψαν THC l’Attique n’étant pas suffisante (pour les contenir) ils envoyèrent des colonies au dehors ; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ XÉN embarcations en nombre suffisant ; ἱκανὸς [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]], suffisant pour qch ; avec l’inf. : ἱκανὸς τὸ κελευόμενον ποιεῖν XÉN (serviteur) propre à faire ce qu’on lui commande, qui suffit à la besogne ; <i>abs.</i> τὰ ἱκανά ISOCR le suffisant, le nécessaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suffisant par l’intelligence, le talent, la puissance, le mérite, <i>etc.</i> : ἀνὴρ ἱκανὸς γνώμην HDT homme d’une grande prudence ; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν XÉN homme versé dans la médecine ; avec un dat. : ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ PLAT homme suffisant par l’expérience et par l’âge ; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι THC, [[πεῖσαι]] XÉN capable de prouver, de persuader ; ἱκανὸς ζημιοῦν XÉN qui a des pouvoirs suffisants pour punir ; <i>abs.</i> ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]] SOPH Apollon est assez puissant (pour cela) ; suffisant, (pour) suffisamment grand, puissant, <i>etc., càd</i> grand, puissant, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> ἱκανώτερος, <i>Sp.</i> ἱκανώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, cf. [[ἱκνέομαι]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from hiko (hikano or hikneomai, [[akin]] to [[ἥκω]]) (to [[arrive]]); [[competent]] (as if [[coming]] in [[season]]), i.e. [[ample]] (in [[amount]]) or [[fit]] (in [[character]]): [[able]], + [[content]], [[enough]], [[good]], [[great]], [[large]], [[long]] ([[while]]), [[many]], [[meet]], [[much]], [[security]], [[sore]], [[sufficient]], [[worthy]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνός Medium diacritics: ἱκανός Low diacritics: ικανός Capitals: ΙΚΑΝΟΣ
Transliteration A: hikanós Transliteration B: hikanos Transliteration C: ikanos Beta Code: i(kano/s

English (LSJ)

[ῐ], ή, όν, (ἱκνέομαι)

   A sufficing, becoming, befitting; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):    I of persons, sufficient, competent to do a thing, c. inf., Hdt.3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱ. τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Th.1.9; -ώτατος [εἰπεῖν] καὶ γνῶναι Lys.2.42; τίς σοῦ -ώτερος πεῖσαι; X.Cyr.1.4.12; ἱ. ζημιοῦν with sufficient power to punish, Id.Lac.8.4; ἱ. βοηθεῖν Pl. Phdr.277a, cf. R.365a; ἱ. ὥστε γνῶναι Id.Lg.875a, cf. Phdr.258b; ἱ. κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6, al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of sufficient prudence, Hdt.3.4; ἱ. τὴν ἰατρικήν sufficiently versed in medicine, X.Cyr.1.6.15: c. dat. rei, ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Pl.R. 467d; οἱ τοῖς χρήμασιν -ώτατοι X.Eq.2.1: c. dat. pers., a match for, equivalent to, εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις Pl.Prt.322c, cf. Tht.169a: abs., ἱ. Ἁπόλλων S.OT377; οἱ -ώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132; κριτὴς -ώτερος Id.10.38; ἱ. σοφιστής Pl.Ly.204a; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας very tolerable in comparison with... Id.Prt.327c; γυνὴ ἱ. μέν, ἄγροικος δέ Luc.DDeor.20.3; ὁ Ἱ. the Almighty, LXXRu. 1.21.    2 in bad sense, capable, ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.Sam.69.    II of things, in amount, sufficient, adequate, τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.Ph.554; ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys.1047; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται they have had successes enough, Th.7.77; ἱ. εἴς, ἐπί, πρός τι, X.Hier.4.9, Pl.R. 371e, Prt.322b; [πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν Hdt.4.121; of size, large enough, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι . . μέλαθρα . . ἐγκαθυβρίζειν not large enough to riot in, E.Tr.996; χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε Pl.R.373d, al.; of number or magnitude, considerable, λῦπαι Antipho 2.2.2; μέρος τῶν ὄντων ib.2.1.6, etc.; of Time, considerable, long, ἱ. χρόνον Ar.Pax354 (lyr.); ἱ. χρόνος τινὶ ἐπιλαθέσθαι Lys.3.10; ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1: with personal constr., ἔφη ἱκανὸς αὐτὸς ἀτυχῶν εἶναι Is.2.7.    2 sufficient, satisfactory, ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι Pl.Smp.179b; ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.Hp.Mi.369c; τὸ ἱ. λαμβάνειν to take security or bail, Act.Ap.17.9, OGI629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱ. ποιεῖν give security, Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.Nov.86.4 (but simply, satisfy, τῷ ὄχλῳ Ev.Marc.15.15); ἱ. δοῦναι PSI6.554.23 (iii B.C.), POxy.294.23 (i A.D.); ἐφ' ἱκανόν,= ἱκανῶς, Plb.11.25.1, D.S.11.40.    III Adv. -νῶς sufficiently, adequately, Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. X.Cyn.5.30, cf. Arist.Phgn. 807b26; ἱ. εἴρηται περί τινος Id.EN1096a3, al.; later, considerably, amply, Philostr.VA3.6, VS1.8.3, Ant.Lib.7.7; fully, μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.Alm.4.6.    b excessively, οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι not too moist, Gal.6.765, cf. 767,768; ἱ. βλαβερά Id.Vict.Att.8; παχὺ ἱ. αἷμα ibid.    2 ἱ. ἔχειν to be sufficient, Th.1.91, etc.; ἱ. ἐχέτω let this be enough, Pl.Sph.245e; ἱ. ἔχει πρός τι Id.R.430c, cf. X.Cyr.6.3.22; περί τινος Pl.R.402a; ἱ. ἔχειν τινί to be sufficiently supplied with . ., Id.Grg.493c; ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.Tht.194d; ἐπιστήμης Id.Phlb.62a; ἱ. πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.Chrm.158b: abs., Antipho 2.1.1: Sup. -ωτάτως Hp.de Arte12; -ώτατα Pl.Phlb. 67a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκανός: ῐ, ή, όν, (ἵκω, ἱκάνω), ἐπίθ. τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε κατωτ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ὡς καὶ νῦν, ἀρκούντως ἰσχυρός, ἱκανός, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εἴπερ αὐτοὶ ἱκανοὶ ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι Ἡρόδ. 3. 45, Ἀντιφῶν 113. 8, κτλ.· ἱκ. τεκμηριῶσαι, ἱκανὸς νὰ ἀποδείξῃ τι, Θουκ. 1. 9· ἱκ. πεῖσαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· ἱκ. ζημιοῦν, ἔχων ἐπαρκῆ ἰσχὺν ὅπως τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 8, 4· ἱκ. βοηθεῖν, ἐρωτᾶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, κτλ.· ὡσαύτως, ἱκ. ὥστε γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α, πρβλ. Φαῖδρ. 258Β: ― ἱκ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 121· κατά τι Πολύβ. 26. 5, 6, κ. ἀλλ.· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, ἄνθρωπος μεθ᾿ ἱκανῆς φρονήσεως, Ἡρόδ. 3. 4· ἱκ. τὴν ἰατρικὴν Ξεν. Κύρ. 1. 6. 15· καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἱκ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Πλάτ. Πολ. 467D· οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι Ξεν. Ἱππ. 2, 1· ― μετὰ δοτ., ἰσόπαλος πρὸς.., ἰσοδύναμος, εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις Πλάτ. Πρωτ. 322C, πρβλ. Θεαίτ 169Α: ― ἀπολ., ἱκανὸς Ἀπόλλων Σοφ. Ο. Τ. 377· ἱκ. ἂν γένοιο σὺ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 495· οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. 215D· εὐφυεῖς καὶ ἱκ. Πλάτ. Πολ. 365Α ἱκανὸς σοφιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204Α· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, ἀρκούντως ἱκανοὶ ἐν συγκρίσει πρὸς ἰδιώτας, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· γυνὴ ἱκανὴ μεν, ἄγροικος δὲ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ποσοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἱκανός, ἐπαρκής, «ἀρκετός», τὰ ἀρκοῦνθ᾿ ἱκανὰ τοῖς σώφροσιν, τὰ ἀρκοῦντα εἶναι ἀρκετὰ εἰς τοὺς φρονίμους, Εὐρ. Φοίν. 554, πρβλ. Τρῳ. 996· ἱκ. κακὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1047· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, ἀρκούσας ἐπιτυχίας ἔσχον, Θουκ. 7. 77· ἱκ. τεκμήριον Πλάτ., κτλ.· ἱκ. εἴς, ἐπί, πρός τι Ξεν. Ἱέρ. 4, 9, Πλάτ. Πολ. 371Ε, Πρωτ. 322Β. ― ἐπὶ μεγέθους, ἀρκούντως μέγας, οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Θουκ. 1. 2· οὐδ᾿ ἦν ἱκανά σοι... μέλαθρα... ἐγκαθυβρίζειν Εὐρ. Τρῳ. 997, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 373D, κ. ἀλλ.· λῦπαι Ἀντιφῶν 116. 29· μέρος τῶν ὄντων αὐτόθι 115. 25, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, ἱκανός, «ἀρκετός», ἱκ. χρόνον Ἀριστοφ. Εἰρ. 354· ἱκ. χρόνος τινὶ Λυσ. 97. 20. 2) ἐπαρκής, ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 179Β· ἱκανῷ λόγῳ ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369C· ― τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνειν ἐγγύησιν (εἴτε χρηματικὴν εἴτε ἄλλην), Λατ. satis accipere, καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος... ἀπέλυσαν αὐτοὺς Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 9· τὸ ἱκ. ποιῶ τινι, ἱκανοποιῶ ἀπαίτησίν τινος, «πρὸς τὸν ἀδολέσχην λιπαροῦντα συλλαβέσθαι αὐτῷ, τὸ ἱκανόν σοι ποιήσω, φησίν, ἐὰν παρακλήτους πέμψῃς, καὶ αὐτὸς μὴ ἔλθῃς» Διογ. Λ. 4. 50: ― ἐφ᾿ ἱκανόν, = ἱκανῶς, Πολύβ. 11. 25, 1. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἀρκούντως, ἀρκετά, προσηκόντως, Θουκ. 6. 92, κτλ.· λαγόνες λαπαραὶ ἱκανῶς Ξεν. Κυν. 5. 30. 2) ἀγγέλοντες ἱκανῶς ἔχειν τὶ τεῖχος, ὅτι προεχώρησεν ἡ οἰκοδομὴ αὐτοῦ ἀρκούντως, ὅτι ἔλαβεν ἐπαρκὲς ὕψος, Θουκ. 1. 91, Ξεν., κλ.· ἱκ. ἐχέτω, ἂς εἶναι τοῦτο ἀρκετόν, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· ἱκ. ἔχει πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 22· περί τι Πλάτ. Πολ. 402Α· ἱκ. ἔχειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493C· ἱκ. ἔχειν τοῦ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 194D, πρβλ. Φίληβ. 62Α: ― οὕτω καί, ἱκ. πεφυκέναι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 2· ― Ὑπερθ. ἱκανωτάτως Ἱππ. 7. 37· ἱκανώτατα Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 67Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui va bien à qqn ou à qch ; suffisant, càd :
1 suffisant, convenable : οὐχ ἱκανὴς οὔσης τῆς Ἀττικὴς ἀποικίας ἐξέπεμψαν THC l’Attique n’étant pas suffisante (pour les contenir) ils envoyèrent des colonies au dehors ; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ XÉN embarcations en nombre suffisant ; ἱκανὸς πρός τι, εἴς τι, ἐπί τι, suffisant pour qch ; avec l’inf. : ἱκανὸς τὸ κελευόμενον ποιεῖν XÉN (serviteur) propre à faire ce qu’on lui commande, qui suffit à la besogne ; abs. τὰ ἱκανά ISOCR le suffisant, le nécessaire;
2 particul. suffisant par l’intelligence, le talent, la puissance, le mérite, etc. : ἀνὴρ ἱκανὸς γνώμην HDT homme d’une grande prudence ; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν XÉN homme versé dans la médecine ; avec un dat. : ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ PLAT homme suffisant par l’expérience et par l’âge ; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι THC, πεῖσαι XÉN capable de prouver, de persuader ; ἱκανὸς ζημιοῦν XÉN qui a des pouvoirs suffisants pour punir ; abs. ἱκανὸς Ἀπόλλων SOPH Apollon est assez puissant (pour cela) ; suffisant, (pour) suffisamment grand, puissant, etc., càd grand, puissant, etc.
Cp. ἱκανώτερος, Sp. ἱκανώτατος.
Étymologie: R. Ἱκ, cf. ἱκνέομαι.

English (Strong)

from hiko (hikano or hikneomai, akin to ἥκω) (to arrive); competent (as if coming in season), i.e. ample (in amount) or fit (in character): able, + content, enough, good, great, large, long (while), many, meet, much, security, sore, sufficient, worthy.