προγράφω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> écrire auparavant : [[δίκην]] τινί PLUT envoyer d’avance à qqn par écrit une assignation en justice;<br /><b>2</b> écrire en tête de : τινα τῆς βουλῆς PLUT écrire le nom du princeps senatus (<i>propr.</i> inscrire qqn en tête de la liste des sénateurs, <i>en parl. du censeur</i>) ; <i>en gén.</i> τινα ἐπὶ [[τῶν]] ψηφισμάτων PLUT inscrire qqn en tête des décrets ; <i>Pass.</i> être inscrit en tête de, gén.;<br /><b>3</b> faire savoir par un écrit exposé en public, afficher, placarder : προγράφειν ἐκκλησίαν ESCHN convoquer une assemblée par voie d’affiches ; <i>à Rome</i> inscrire sur une liste de proscription affichée ; <i>Pass.</i> προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ PLUT inscrit, pour être mis à mort, sur une liste de proscription ; <i>abs.</i> [[οἱ]] προγεγραμμένοι, les proscrits.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γράφω]]. | |btext=<b>1</b> écrire auparavant : [[δίκην]] τινί PLUT envoyer d’avance à qqn par écrit une assignation en justice;<br /><b>2</b> écrire en tête de : τινα τῆς βουλῆς PLUT écrire le nom du princeps senatus (<i>propr.</i> inscrire qqn en tête de la liste des sénateurs, <i>en parl. du censeur</i>) ; <i>en gén.</i> τινα ἐπὶ [[τῶν]] ψηφισμάτων PLUT inscrire qqn en tête des décrets ; <i>Pass.</i> être inscrit en tête de, gén.;<br /><b>3</b> faire savoir par un écrit exposé en public, afficher, placarder : προγράφειν ἐκκλησίαν ESCHN convoquer une assemblée par voie d’affiches ; <i>à Rome</i> inscrire sur une liste de proscription affichée ; <i>Pass.</i> προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ PLUT inscrit, pour être mis à mort, sur une liste de proscription ; <i>abs.</i> [[οἱ]] προγεγραμμένοι, les proscrits.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γράφω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[πρό]] and [[γράφω]]; to [[write]] [[previously]]; [[figuratively]], to [[announce]], [[prescribe]]: [[before]] [[ordain]], [[evidently]] [[set]] [[forth]], [[write]] (afore, aforetime). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A write before or first, τὰς αἰτίας προὔγραψα πρῶτον Th.1.23; write before or above, Ep.Eph.3.3; αἱ προγεγραμμέναι λέξεις Hipparch.1.7.5; κατὰ τὰ -γεγραμμένα PPetr.3p.179(iii B.C.); ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός before-mentioned, Plu.2.1018c. 2 write as a copy, Poll.4.18. II set forth as a public notice, π. τι ἐν πινακίοις Ar.Av.450; π. κρίσιν, δίκην τινί, give notice of a trial, D.47.42, Plu. Cam.11 (Pass.); appoint or summon by public notice, ἐκκλησίας Aeschin. 2.60,61; χορηγοὺς π. appoint as choregi, Arist.Oec.1352a1; π. τινὰ [κληρωθησόμενον τ]ῆς φυλῆς ἣν ἂν βούληται Supp.Epigr.4.183.15 (Halic., iii B.C.); π. τοὺς λειτουργήσοντας IG5(1).1390.73, cf. 74 (Pass., Andania, i B.C.); στρατιᾶς κατάλογον Plu.Cam.39; φρουρᾶς ἡμῖν προγραφείσης D.54.3; π. ὅσα δεῖ χρηματίζειν τὴν βουλήν Arist. Ath.43.3; ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι ib.53.7; οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς . . Χριστὸς προεγράφη was proclaimed or set forth publicly, Ep.Gal.3.1, cf. Supp.Epigr.4.263.13, 15 (Panamara, i A.D.):—Med., περὶ ὧν προεγράψατο εἰς τὴν βουλήν Milet.6.43 (iii B.C.), cf. SIG562.3(Paros, iii B.C.), etc. 2 give written notice of sale, παρὰ τῇ ἀρχῇ Thphr.Fr.97.1, cf. Plu.2.205c; sell by auction, ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα D.C.51.4. 3 = Lat. proscribere, π. τινὰς φυγάδας Plb.32.5.12; οἱ προγεγραμμένοι the proscribed, ib.6.1; οἱ π. ὑπὸ Σύλλα Str.5.2.6; οἱ προγραφέντες D.C.47.13; οἱ προγραφέντες ἐπὶ θανάτῳ Plu.Brut.27: metaph., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρίμα those whose names have been registered for condemnation, Ep.Jud.4. III write a name at the head of a list, π. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Plu. Demetr.10; τῆς βουλῆς π . . . Μάρκον, of the censor, name Marcus princeps senatus, Id.Aem.38, cf. Flam.18:—Pass., προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου Id.2.318c; προγεγραμμένος τῆς βουλῆς Id.TG4.
German (Pape)
[Seite 714] voraus oder vorher schreiben; προὔγραψα πρῶτον Thuc. 1, 23; Sp., wie N. T. – Bes. durch einen öffentlichen Anschlag im voraus verkündigen, bekannt machen, ἐν τοῖς πινακίοις, Ar. Av. 450; u. bes. in Prosa, τοὺς πρυτάνεις προγράφειν αὐτῷ τὴν κρίσιν ἐπὶ δύο ἡμέρας Dem. 47, 42, ἐξήλθομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης 54, 3, indem das Hinausgehen durch öffentlichen Anschlag befohlen war; δίκην τινί, Plut. Camill. 11; bes. bei Sp., das römische proscribere, in die Acht erklären und das Vermögen des Geächteten öffentlich verlaufen; Pol. vrbdt προὔγραφεν αὐτοὺς φυγάδας, 32, 21, 12; οἱ προγεγραμμένοι, 32, 22, 1; auch vom Censor, προγράφειν τινὰ τῆς βουλῆς, Einen in der Liste des Senats obenansetzen, zum princeps senatus machen, Plut. Flamin. 18 Aemil. Paul. 38; προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου, fort. Rom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω πρότερον, προηγουμένως, τὰς αἰτίας προέγραψα πρῶτον Θουκ. 1. 23˙ γράφω πρότερον ἢ ἀνωτέρω, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 3˙ ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός, ὁ ἀνωτέρω μνημονευόμενος, Πλούτ. 2. 1018C. 2) γράφω ὡς ἀντίγραφον, Πολυδ. Δ΄, 18. ΙΙ. προγράφω τι ἐν πινακίοις, γνωστοποιῶ τι εἰς τὸ δημόσιον γράφων αὐτὸ ἐν πινακίοις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 450˙ πρ. κρίσιν ἢ δίκην τινί, γνωστοποιῶ περὶ δίκης, Δημ. 1151 ἐν τέλ., Πλουτ. Κάμιλλ. 11˙ ― διορίζω ἢ καλῶ διὰ δημοσίας γνωστοποιήσεως, ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 35 ἐν τέλ., 36. 4˙ χορηγοὺς πρ., διορίζω χορηγούς, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32, 1˙ στρατιᾶς κατάλογον Πλουτ. Κάμιλλ. 39˙ καὶ ἐν τῷ παθ., φρουρᾶς προγραφείσης Δημ. 1257. 5˙ πρ. πότε δεῖ δικάζειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 378˙ πρ. ὑπὲρ ὧν δεῖ χρηματίζειν αὐτόθι 394, πρβλ. 429˙ ― οὕτως ἴσως, οἷς κατ’ ὀφθαλμούς… Χριστὸς προεγράφη, ἐκηρύχθη ἢ δημοσίᾳ ἐξετέθη, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. γ΄, 1. 2) προκηρύττω δημοπρασίαν, παρὰ τῇ ἀρχῇ Θεόφρ. παρὰ Στοβ. 280. 50, πρβλ. Πλούτ. 2. 205C· ― πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα Δίων Κ. 51. 4. 3) = Λατ. proscribere, φυγάδα πρ. τινὰ Πολύβ. 32. 21, 12˙ οἱ προγεγραμμένοι, οἱ προγραφέντες, εἰς θάνατον καταδικασθέντες, αὐτόθι 22. 1˙ οἱ προγραφέντες Δίων Κ. 47. 13˙ προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ Πλουτ. Βροῦτ. 27˙ ― οὕτω πιθ., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἐκεῖνοι ὧν τὰ ὀνόματα εἶναι γεγραμμένα ὡς ἀνθρώπων ὡρισμένων εἰς κατάκρισιν, Ἐπιστ. Ἰουδ. δ΄. ΙΙΙ. γράφω ὄνομά τι ἐπὶ κεφαλῆς καταλόγου, πρ. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Πλουτ. Δημήτρ. 10˙ πρ. τινὰ τῆς βουλῆς, ἐπὶ τοῦ τιμητοῦ, ὀνομάζω ἢ διορίζω τινὰ princeps senatus, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, Φλαμιν. 18˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου ὁ αὐτ. 2. 318C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Πρβλ. Κόβητον ἐν Var. Lect. σ. 352.
French (Bailly abrégé)
1 écrire auparavant : δίκην τινί PLUT envoyer d’avance à qqn par écrit une assignation en justice;
2 écrire en tête de : τινα τῆς βουλῆς PLUT écrire le nom du princeps senatus (propr. inscrire qqn en tête de la liste des sénateurs, en parl. du censeur) ; en gén. τινα ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων PLUT inscrire qqn en tête des décrets ; Pass. être inscrit en tête de, gén.;
3 faire savoir par un écrit exposé en public, afficher, placarder : προγράφειν ἐκκλησίαν ESCHN convoquer une assemblée par voie d’affiches ; à Rome inscrire sur une liste de proscription affichée ; Pass. προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ PLUT inscrit, pour être mis à mort, sur une liste de proscription ; abs. οἱ προγεγραμμένοι, les proscrits.
Étymologie: πρό, γράφω.
English (Strong)
from πρό and γράφω; to write previously; figuratively, to announce, prescribe: before ordain, evidently set forth, write (afore, aforetime).