σεισμός: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR <i>ou simpl.</i> [[σεισμός]] tremblement de terre.<br />'''Étymologie:''' [[σείω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR <i>ou simpl.</i> [[σεισμός]] tremblement de terre.<br />'''Étymologie:''' [[σείω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σείω]]; a [[commotion]], i.e. (of the [[air]]) a [[gale]], (of the [[ground]]) an [[earthquake]]: [[earthquake]], [[tempest]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισμός Medium diacritics: σεισμός Low diacritics: σεισμός Capitals: ΣΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: seismós Transliteration B: seismos Transliteration C: seismos Beta Code: seismo/s

English (LSJ)

ὁ, (σείω)

   A shaking, shock, γῆς σ. earthquake, E.HF862, Th.3.87; χθονός E.IT1166: abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec.791, Th.1.23, etc.    2 generally, shock, agitation, commotion, σ. τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, cf. Ti.88d; ἔξωθεν . . προσφέρειν τοῖς . . πάθεσι σεισμόν a shock, Id.Lg.791a; σ. τῆς οὐρᾶς Poll.5.61; σ. ἐν τῇ θαλάσσῃ Ev.Matt.8.24.    3 blackmail, extortion, Sammelb.5675.13 (ii B.C.); συκοφάντεια καὶ σ. PPar.15.67 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῦ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.

Greek (Liddell-Scott)

σεισμός: ὁ, (σείω) σείσιμον, κίνησις σεισμική, γῆς σ., ὡς και νῦν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862, Θουκ. 3. 87· χθονός Εὐρ. Ι. Τ. 1166· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 28., 5. 85., 7. 129, Σοφ. Ο. Κ. 95, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791, Θουκ. 1. 23, Ρήτ. τ. 2, σ. 207, κτλ. 2) καθόλου, τίναγμα, κίνησις, ταραχή, διάσεισις, σ. τοῦ σώματος, Πλατ. Φίληβ. 33Ε, πρβλ. Τίμ. 88D· ἔξωθεν... προσφέρειν τοῖς ... πάθεσι σεισμόν, τιναγμόν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 790 Ε· σ. τῆς οὐρᾶς Πολυδ. Ε΄, 61· ἐν τῇ θαλάσσῃ Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄ 24. ― Καθ’ Ησύχ.: «σεισμός· τρόμος».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR ou simpl. σεισμός tremblement de terre.
Étymologie: σείω.

English (Strong)

from σείω; a commotion, i.e. (of the air) a gale, (of the ground) an earthquake: earthquake, tempest.