συνοικέω: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> habiter ensemble <i>ou</i> avec, vivre avec, τινι ; <i>en parl. de peuples</i> vivre avec, former une communauté avec, τινι;<br /><b>2</b> cohabiter, être marié avec, vivre avec;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> coloniser avec : Κυρηναίοισι Λιβύην HDT coloniser la Libye avec les Cyrénéens ; <i>Pass.</i> συνοικουμένη [[χώρα]] XÉN région (partie d’un État) très peuplée.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> habiter ensemble <i>ou</i> avec, vivre avec, τινι ; <i>en parl. de peuples</i> vivre avec, former une communauté avec, τινι;<br /><b>2</b> cohabiter, être marié avec, vivre avec;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> coloniser avec : Κυρηναίοισι Λιβύην HDT coloniser la Libye avec les Cyrénéens ; <i>Pass.</i> συνοικουμένη [[χώρα]] XÉN région (partie d’un État) très peuplée.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοικος]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σύν]] and [[οἰκέω]]; to [[reside]] [[together]] (as a [[family]]): [[dwell]] [[together]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
A dwell or live together, Hom.Epigr. 15.15, Pl.R.577a, etc.; ξ. τινί live with, A.Ch.909, Ar.Av.414 (lyr.), Th.6.63, etc.; ξ. τῇδ' ὁμοῦ S.Tr.545; σ. μετά τινων Plu.Rom.9; of peoples, live together, form a community, συνοικήσων τούτοισι Hdt.4.148: abs., S.OT57, Th.2.68. 2 live with in wedlock, of the man, Hdt.1.91, 196, E.Med.242, Ar.Pax708, Pl.Criti.113d, PEnteux. 91.2 (iii B.C.), etc.; of the woman, ἔοισα (fort. νέοισι) γεραιτέρα Sapph. 75, cf. Hdt.1.37, 108, E.Andr.18, etc.: abs., live in wedlock, Hdt.1.93, 4.168, 1 Ep.Pet.3.7, etc.; τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης from their marriage sprang Cleisthenes, Hdt.6.131. 3 metaph. of feelings, circumstances, etc., μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ with which he dwells, S.Ph.1168 (lyr.); σ. φόβῳ E.Heracl.996; ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ, Pl.R.587c, Alc.1.118b; φόβοις Phld.Ir.p.56 W.; βαρυτάτη συνοικῆσαι (sc. ἄνομος μοναρχία) Pl.Plt.302e; also ἱππικοῖς ἐν ἤθεσιν πολὺς ξ. being much versed in their ways, E.Hipp.1220 codd. (sed leg. ἱππικοῖσιν ἤθεσιν). b reversely, with the thing as subject, γῆρας ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ S.OC1238 (lyr.); ᾗ ἂν συνοικίᾳ μήτε πλοῦτος συνοικῇ μήτε πενία Pl.Lg.679b; ὅπου σ. ἐρημία Lyc.957; of the poisoned robe of Heracles, cling closely, S.Tr.1055. c Astrol., share the same domicile, ὅταν ἡ Παφίη Ἑρμῇ στείχουσα συνοικῇ Man. 5.165. II c. acc. loci, people or colonize jointly with, σ. Κυρηναίοισι Λιβύην Hdt.4.159; Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν Arist. Pol.1303a29:—Pass., of a place, to be thickly peopled, X.Oec.4.8, Pl.Criti.117e, Str.6.2.4, Plu.Num.15, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικέω: κατοκῶ ἢ ζῶ ὁμοῦ, οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ’ ἤλθομεν Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 15. 15, Πλάτ. Πολ. 577Α, κτλ.· σ. τινι, ζῶ μετά τινος, Αἰσχύλ. Χο. 909, Ἀριστοφ. Ὄρν. 414, κτλ.· σ. τῇδ’ ὁμοῦ Σοφ Τρ. 545· σ. μετά τινος Πλουτ. Ρωμ. 9· ― ἐπὶ λαῶν, ζῶ ὁμοῦ, σχηματίζω κοινωνίαν ἢ κοινότητα, συνοικήσων τούτοισι Ἡρόδ. 4. 148· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 58, Θουκ. 2. 68., 6. 63. πρβλ. συνοίκια, τά. 2) ζῶ ὁμοῦ ἐν συζυγίᾳ γάμου ἢ ἁπλῶς, κατοικῶ ὁμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 1. 91., 196, Εὐρ. Μήδ. 242, κτλ.· ἐπὶ γυναικός, νέῳ γεραιτέρα Σαπφὼ 49 (20), πρβλ. Ἡρόδ. 1. 37, 108, Εὐρ. Ἀνδρ. 18, κτλ.· καὶ ἀπολ., ζῶ ὡς ἔγγαμος, Ἡρόδ. 1. 93., 4. 168, Πλάτ., κλπ.· τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης, ἐκ τοῦ γάμου τούτων γεννᾶται ὁ Κλεισθ., Ἡρόδ. 6. 131. 3) μεταφορ., ἐπὶ αἰσθημάτων, περιστάσεων, κτλ., μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ Σοφ. Φιλ. 1168· οὕτω, σ. φόβῳ Εὐρ. Ἡρακλ. 996· ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ Πλάτ. Πολ. 587C, Ἀλκ. 1. 118Β· ὁμοίως, ἱππικοῖς ἐν ἤθεσι πολὺς ξ., εἰθισμένος πολὺ εἰς..., Εὐρ. Ἱππ. 1220· ― ἀκολούθως, β) τἀνάπαλιν, τοῦ πράγματος τιθεμένου ὡς ὑποκειμένου, γῆρας ἵνα πάντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ Σοφ. Ο. Κ. 1238· ᾗ ἂν ξυνοικίᾳ μήτε πλοῦτος ξυνοικῇ μήτε πενία Πλάτ. Νόμ. 679Β· βαρυτάτη ξυνοικῆσαι (ἐξυπακ. ἄνομος μοναρχία) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302Ε· ὅπου συν. ἐρημία Λυκόφρ. 957· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους χιτῶνος τοῦ Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι στερεῶς, Σοφ. Τρ. 1055. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, καταλαμβάνω ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, Κυρηναίοισι συν. Λιβύην Ἡρόδ. 4. 159· Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 3, 10. ― Παθ. ἐπὶ χώρας, πυκνῶς κατοικοῦμαι, Ξέν. Οἰκον. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 117Ε, Στράβ. 270, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. intr. 1 habiter ensemble ou avec, vivre avec, τινι ; en parl. de peuples vivre avec, former une communauté avec, τινι;
2 cohabiter, être marié avec, vivre avec;
II. tr. coloniser avec : Κυρηναίοισι Λιβύην HDT coloniser la Libye avec les Cyrénéens ; Pass. συνοικουμένη χώρα XÉN région (partie d’un État) très peuplée.
Étymologie: σύνοικος.
English (Strong)
from σύν and οἰκέω; to reside together (as a family): dwell together.