ζήτησις: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(Bailly1_2)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> recherche;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> inspection : ποιεῖσθαι ζήτησιν [[τῶν]] [[νεῶν]] HDT faire la visite des navires;<br /><b>2</b> recherche philosophique.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> recherche;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> inspection : ποιεῖσθαι ζήτησιν [[τῶν]] [[νεῶν]] HDT faire la visite des navires;<br /><b>2</b> recherche philosophique.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ζητέω]]; a [[searching]] ([[properly]], the [[act]]), i.e. a [[dispute]] or its [[theme]]: [[question]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζήτησις Medium diacritics: ζήτησις Low diacritics: ζήτησις Capitals: ΖΗΤΗΣΙΣ
Transliteration A: zḗtēsis Transliteration B: zētēsis Transliteration C: zitisis Beta Code: zh/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A seeking, search for, κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55; ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66; ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht.196d, etc.; τῆς τροφῆς Th.8.57; τῆς ἀληθείας Id.1.20.    2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43.    3 inquiry, investigation, esp. of a philosophic nature, Pl.Cra.406a, Ap.29c, al.; περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti.47a; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr.244c: in pl., Id.Phd.66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S.    4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy.237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, das Suchen, sowohl im eigtl. Sinne, ἀνδρός Soph. O. R. 55, τροφῆς Thuc. 8, 57, als gew. von geistigen Dingen, Untersuchung, Erwägung, ἐπιστήμης, ἡδονῆς, Plat. Theaet. 196 d Legg. II, 657 b; ζήτησιν ποιεῖσθαι, = ζητέω, Charm. 165 e u. öfter; Haussuchung veranstalten, Lys. 12, 30; von richterlichen Untersuchungen, Aesch. 1, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ζήτησις: εως ἡ, τὸ ζητεῖν, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, κατ’ Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Ἡρόδ. 2. 44· κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 2. 54· ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν, πρὸς ἀναζήτησιν..., Σοφ. Τρ. 55· ἡ ζ. τῶν δρασάντων Θουκ. 8 66· ζ. ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 196D, κτλ.· τῆς τροφῆς Θουκ. 8. 57· τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. 1. 20. 2) ἔρευνα, προσπάθεια πρὸς εὕρεσιν, ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν, ἐρευνᾶν τὰ πλοῖα, Ἡρόδ. 6. 118, πρβλ. Λυσ. 122, ἐν τέλει, Αἰσχίν. 6. 45. 3) ἔρευνα, ἀνίχνευσις, ἰδίως φιλοσοφική, Πλάτ. Κρατ. 406Α, Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.· περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως ὁ αὐτ. Τιμ. 47Α· ἡ τῶν ἐμφρόνων ζ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἔρευνα τῶν λογικῶν ὄντων περὶ τοῦ μέλλοντος, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 244C· ἐν τῷ πληθ., Φαίδωνι 66D κ. ἀλλ. 4) δικαστικὴ ἔρευνα, Δείναρχ. 91. 20· ἴδε ζητέω Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. recherche;
II. particul.
1 inspection : ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν HDT faire la visite des navires;
2 recherche philosophique.
Étymologie: ζητέω.

English (Strong)

from ζητέω; a searching (properly, the act), i.e. a dispute or its theme: question.