λάρυγξ: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υγγος (ὁ) :<br /><b>1</b> larynx;<br /><b>2</b> gorge, gosier.<br />'''Étymologie:''' DELG pê croisement entre [[λαιμός]] et [[φάρυγξ]]. | |btext=υγγος (ὁ) :<br /><b>1</b> larynx;<br /><b>2</b> gorge, gosier.<br />'''Étymologie:''' DELG pê croisement entre [[λαιμός]] et [[φάρυγξ]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; the [[throat]] ("[[larynx]]"): [[throat]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
υγγος, ὁ,
A larynx or upper part of the windpipe, Arist. HA493a6; used in sounding the vowels, ib.535a32: but in Poets confused with φάρυγξ (gullet) (cf. Arist.HA535a29), E.Cyc.158; χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Pherecr.108.7, cf. Crobyl.8; of gluttons, ἀνόσιοι λάρυγγες Eub.139; ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινά Ar.Eq.1363; τὸν λάρυγγ' ἂν ἐκτέμοιμί σου Id.Ra.575: metaph., λ. γλυκύς speech, LXX Si.6.4. II = τραχεῖα ἀρτηρία, Meno Iatr.8.30.
German (Pape)
[Seite 17] υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des αὐχήν, die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. φάρυγξ.
Greek (Liddell-Scott)
λάρυγξ: [ᾰ] υγγος, ὁ, τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1, χρησιμεῦον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν φωνηέντων, αὐτόθι 4. 9, 2· ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος (φάρυγξ) καὶ τοῦ ἀναπνευστικοῦ (λάρυγξ) συνεχῶς συγχέονται, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 1· - ὁ λαιμὸς, ὁ φάρυγξ, Εὐρ. Κύκλ. 157· χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 7, πρβλ. Κρώβυλ. ἐν Ἀδηλ. 1· ἐπὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, ἀνόσιοι λάρυγγες Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 16· ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· τὸν λάρυγγ’ ἂν ἐκτέμοιμί σου ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 575· - μεταφ., λ. γλυκύς, ὁμιλία Ἑβδ. (Σειρὰχ Ζ΄, 4).
French (Bailly abrégé)
υγγος (ὁ) :
1 larynx;
2 gorge, gosier.
Étymologie: DELG pê croisement entre λαιμός et φάρυγξ.
English (Strong)
of uncertain derivation; the throat ("larynx"): throat.