μικρός: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(strοng) |
(T21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=including the [[comparative]] mikroteros [[apparently]] a [[primary]] [[word]]; [[small]] (in [[size]], [[quantity]], [[number]] or ([[figuratively]]) [[dignity]]): [[least]], [[less]], [[little]], [[small]]. | |strgr=including the [[comparative]] mikroteros [[apparently]] a [[primary]] [[word]]; [[small]] (in [[size]], [[quantity]], [[number]] or ([[figuratively]]) [[dignity]]): [[least]], [[less]], [[little]], [[small]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=μικρά, [[μικρόν]], comparitive μικρότερος, μικροτερα, ἐρον (from [[Homer]] [[down]]), the Sept. for קָטֹן, קָטָן, מְעַט, [[small]], [[little]]; used a. of [[size]]: τῇ [[ἡλικία]], προελθών (προσελθών, T Tr WH marginal [[reading]] in Matthew , Tr WH marginal [[reading]] in Mark ([[see]] [[προσέρχομαι]], a.)) [[μικρόν]], having [[gone]] [[forward]] a [[little]], Winer s Grammar, § 32,6; Buttmann, § 131,11 f).<br /><b class="num">c.</b> of [[age]]: [[less]] by [[birth]], younger, οἱ μικροί, the [[little]] ones, [[young]] children, ἐπο μικροῦ [[ἕως]] μεγάλου (A. V. from the [[least]] to the greatest), [[μικρός]] τέ καί [[μέγας]] ([[both]] [[small]] and [[great]]) i. e. [[all]], [[short]], [[brief]]: neuter — nominative, [[ἔτι]] (or [[ἔτι]] omitted) [[μικρόν]] ([[namely]], [[ἔσται]]) καί ([[yet]]) a [[little]] [[while]] and etc. i. e. [[shortly]] ([[this]] shall [[come]] to [[pass]]), [[ἔτι]] [[μικρόν]] [[ὅσον]] [[ὅσον]] ([[see]] [[ὅσος]], a.); [[without]] καί, τό [[μικρόν]] (Tr WH omits τό), [[μικρόν]] accusative (of [[duration]]), [[μικρόν]] χρόνον, [[μετά]] [[μικρόν]], [[after]] a [[little]] [[while]], [[πρό]] μικροῦ, μικρά [[ζύμη]], [[μικρόν]] ποιμιον, μικρά [[δύναμις]], [[μικρόν]] (τί), a [[little]], ὁ μικρότερος ἐν τῇ [[βασιλεία]] [[τῶν]] οὐρανῶν, he [[that]] is [[inferior]] to the [[other]] citizens of the [[kingdom]] of [[heaven]] in [[knowledge]] of the gospel (R. V. [[but]] [[little]] in etc.; cf. Winer s Grammar, 244 (229); Buttmann, § 123,13), Luke 7:28. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:01, 28 August 2017
English (LSJ)
and σμῑκρός, ά, όν, Dor., Ion. μικκός (q.v.): σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op.361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 (μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (
A μικρός Hdt. 2.74 codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj.161 (anap., Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach.523, V.5; Att. Inscrr. have σμικρός IG12.313.111, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little, 1 in Size, μ. ἔην δέμας Il.5.801; μ. λίθος Od.3.296; κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757; σμ. ἄστεα Hdt.1.5; μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration, δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V.803; σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu.630, etc.: c. inf., μικροὶ δ' ὁρᾶν Id.Pax821: as a term of reproach, Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra.709, cf. Pl.Prt.323d, Arist.EN1123b7, Alex.98.7; Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol.1311b3; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36; ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4 (Lebena). 2 in Quantity, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op.361; μέλιτος μικρόν Ar.V.878; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl.240, cf. Antiph.44. 3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight, σμ. πρόφασις Thgn.323; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC443, Tr.361, OT961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib.569; αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr.387, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp. μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107; ἄριστ' ἂν καὶ μέγας ὀρθοῖθ' ὑπὸ μικροτέρων S.Aj.161 (anap.), etc.; σμ. τίθησί με Id.OC958; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr.504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R.473b; of the mind, οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj.1120; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2; of festivals, of lesser importance, Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14 (Cedreae). II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl.126, etc.; εἰς μ. χρόνον Pl.R.498d; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7; πρὸ μικροῦ Poll.1.72; ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με LXX Ex.17.4. 2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc. III Adverbial usages, 1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti.107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: Sup. σμικρότατα X.Mem. 3.11.12. 2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή . . Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4. 3 σμικρῷ by a little, with Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg.719b, etc.; μικρῷ ἄνωθεν D.44.6. 4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra.410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated, μικρὸν μικρόν Antiph.10: pl., of Degree, σμικρὰ γεωμετρίας ἔμπειροι Pl.R.527a, etc.; σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt.316a; μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22; περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam.243, cf. Plu.Luc.31. 5 with Preps., a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El.414, Antipho 6.18, Hdt.4.129. b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little, κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V.702, cf. Nu.741; opp. συλλήβδην, Pl.R.344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph.241c, Isoc.3.10, D.2.22. c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl.295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.; παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42; τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph.197a30; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh.1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol.1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of... D.61.51, Isoc.5.79. d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73. IV besides regul. Comp. and Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq.789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. [[μείων. [ῑ]] by nature; ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.)
German (Pape)
[Seite 185] (vgl. σμικρός u. μικκός), klein; Hom. nur Il. 5, 801, δέμας μὲν μικρός, klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔθρεψε μικρὸν ὄντα, Or. 462; μικρὸς τὸ σῶμα, Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen σμικρός v. l. ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von μέγας, O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; πόλις, Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προστεθέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν ἀργυρίδιον Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, kleinlich, niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter, . ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῦ δεῖν, Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλθεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν ἦλθον ἄκριτος ἀποθανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu ἐλάττων, με 'ων u. μειότερος, und Superl. ἐλάχιστος, μεῖστος u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρός: καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., μικκός (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν μέτρον ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 (ἔνθα τὰ κείμενα ἔχουσι μικρός)· εἶναι πιθανῶς ὁ μόνος τύπος παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν ὅπου τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ μικρός)· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος, ἀλλ’ ὅμως καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς λίαν μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. μινύθω). Μικρός, ὀλίγος, 1) κατὰ τὸ μέγεθος, τὸ μῆκος ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην δέμας Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ λίθος Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· μικκός γα μᾶκος (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάριον Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ ὑπερβολή, δικαστηρίδιον μικρὸν πάνυ Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― λέξις ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. ὄψον, ἀργύριον, ἔλαιον, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, μικρός, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, ἐλαφρός, σμ. πρόφασις Θέογν. 323· ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, αὐτόθι 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, μικρός, μικροπρεπής, εὐτελής, χαμερπής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέγας, σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· βίος ὁ μ. = μέτριος, Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, ταπεινός, Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὀλίγος, βραχύς, σύντομος, Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· ὡσαύτως, ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, σχεδόν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ δεῖν, ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, μετὰ τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ πρόσθεν, ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, αὐτόθι 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ ἔμπειρος Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· ὡσαύτως, σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) μετὰ προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ μακρόν, ἀλλ’ οὐ κάτοιδα πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι αὐτόθι 5. 6, 32· - ὡσαύτως ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., πρᾶγμα μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. ὀλίγος IV. 8. δ) μετὰ μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, ἐλάσσων, ἐλάχιστος, ἐκ τοῦ ἐλαχύς, καὶ μείων, μεῖστος, ὡσαύτως δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. μείων. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ δεῖν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
petit :
1 de petite taille ou de petite dimension;
2 en petite quantité, peu considérable;
3 de médiocre qualité, peu important, faible ; en mauv. part μικρὸν φρονεῖν, avoir des sentiments petits, bas ; ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι SOPH faire peu de cas de, acc.;
4 de peu de durée : εἰς σμικρὸν χρόνον, μικρὸν χρόνον, ἐν μικρῷ, en peu de temps;
Adv. 1 • acc. μικρόν, un peu, un peu de temps, ou peu : κατὰ σμικρόν, en petits morceaux, peu à peu ; ἐπὶ σμικρόν, quelque peu ou si peu que rien ; εἰς μικρόν, pour un peu de temps ; παρὰ μικρόν, pour peu ; παρὰ μικρὸν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, ἡγεῖσθαι faire peu de cas de ; παρὰ μικρὸν ἐδέησα avec l’inf. peu s’en fallut que je ne ; κατὰ μικρά XÉN en petits morceaux;
2 • gén. μικροῦ : μικροῦ δεῖν avec l’inf. ou simpl. μικροῦ peu s’en faut, presque ; μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισε XÉN peu s’en fallut même qu’il ne le renversât;
Cp. μικρότερος, Sp. μικρότατος ; plus souv. Cp. μείων, μειότερος ou ἐλάσσων ; Sp. μεῖστος, μειότατος ou ἐλάχιστος.
Étymologie: R. Μι, diminuer.
English (Slater)
μικρός
a of time, little ἐν μικρῷ χρόνῳ (O. 12.12)
b comp., μείων, less μείων γὰρ αἰτία (O. 1.35) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων pr. (P. 1.82) in litotes, ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον corresponding (P. 11.29) cf. σμικρός.
English (Strong)
including the comparative mikroteros apparently a primary word; small (in size, quantity, number or (figuratively) dignity): least, less, little, small.
English (Thayer)
μικρά, μικρόν, comparitive μικρότερος, μικροτερα, ἐρον (from Homer down), the Sept. for קָטֹן, קָטָן, מְעַט, small, little; used a. of size: τῇ ἡλικία, προελθών (προσελθών, T Tr WH marginal reading in Matthew , Tr WH marginal reading in Mark (see προσέρχομαι, a.)) μικρόν, having gone forward a little, Winer s Grammar, § 32,6; Buttmann, § 131,11 f).
c. of age: less by birth, younger, οἱ μικροί, the little ones, young children, ἐπο μικροῦ ἕως μεγάλου (A. V. from the least to the greatest), μικρός τέ καί μέγας (both small and great) i. e. all, short, brief: neuter — nominative, ἔτι (or ἔτι omitted) μικρόν (namely, ἔσται) καί (yet) a little while and etc. i. e. shortly (this shall come to pass), ἔτι μικρόν ὅσον ὅσον (see ὅσος, a.); without καί, τό μικρόν (Tr WH omits τό), μικρόν accusative (of duration), μικρόν χρόνον, μετά μικρόν, after a little while, πρό μικροῦ, μικρά ζύμη, μικρόν ποιμιον, μικρά δύναμις, μικρόν (τί), a little, ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, he that is inferior to the other citizens of the kingdom of heaven in knowledge of the gospel (R. V. but little in etc.; cf. Winer s Grammar, 244 (229); Buttmann, § 123,13), Luke 7:28.