πολίτης: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
(strοng) |
(T22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πόλις]]; a [[townsman]]: [[citizen]]. | |strgr=from [[πόλις]]; a [[townsman]]: [[citizen]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=πολιτου, ὁ ([[πόλις]]), from [[Homer]] [[down]], a [[citizen]]; i. e.<br /><b class="num">a.</b> the [[inhabitant]] of [[any]] [[city]] or conntry: πόλεως, τῆς χώρας ἐκείνης, a [[fellow]]-[[citizen]], [[fellow]]-[[countryman]], ([[Plato]], Apology, p. 37c.; others): [[with]] the genitive of a [[person]], has [[τόν]] [[πλησίον]]) from רֵעַ , as in Proverbs 24:28>). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 28 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, Ion. πολιήτης (q.v.),
A citizen, freeman, Il.15.558,22.429, Od.7.131, Pi.O.5.16, etc.; π. ἀγαθός Th.3.42, Pl.Grg.517c; κακός E.Ba.271; πόλεως, πόλεων π., Antipho 5.78, And.1.5; ὦ γᾶς πατρίας πολῖται S.Ant.806 (lyr.); π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arist.Pol.1275a22. 2 fellow-citizen (cf. πολιήτης), Sapph.Supp.1.14, etc.; Κάδμου π. A.Th. 1; Ἀθηναίων π. And.1.139; ὑμῶν Lys.20.12; σός Pl.Prt.339e: and by a Com. metaph., οἴνου π. ὢν κρατίστου Amphis 36. II Adj. belonging to, connected with one's city or country, θεοὶ πολῖται, = πολιοῦχοι, A.Th.253; π. δῆμος, = ὁ τῆς πόλεως, Ar.Ec.574.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, der Bürger einer Stadt; Il. 15, 558. 22, 429 Od. 7, 131; Pind. P. 4, 117 u. öfter; Κάδμου πολῖται, Aesch. Spt. 1; ἄνδρες πολῖται, Ag. 829, wie Soph. O. R. 513 u. öfter, u. A. oft; auch θεοὶ πολῖται, die Götter einer Stadt, Aesch. Spt. 235 u. in Prosa. Auch Mitbürger, Landsmann, σὸς πολίτης, Plat. Prot. 339 e u. öfter, wie Folgde; πολίτην ποιεῖσθαι, zum Bürger machen, Einem das Bürgerrecht verleihen, Dem. 13, 24 u. sonst; auch ποιεῖν, Plat. Polit. 293 d.
Greek (Liddell-Scott)
πολίτης: [ῑ], -ου, ὁ, Ἰων. πολιήτης (ὃ ἴδε), μέλος πόλεως ἢ πολιτείας, πολίτης, ἐλεύθερος, Λατ. civis (ἴδε ἀστός), Ἰλ. Ο. 558, Χ. 429, Ὀδ. Η. 131, Πινδ. Ο. 5. 38. κτλ.· π. ἀγαθός, κακὸς Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 517C· πόλεως πολίτης Ἀντιφῶν 138. 28, Ἀνδοκ. 1. 26· ὦ γᾶς πατρίας πολῖται Σοφ. Ἀντ. 806· κακὸς π. Εὐρ. Βάκχ. 271· π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 6. 2) ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. civis, συμπολίτης, Ἡρόδ., κτλ.· Κάδμου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 1· π. Ἀθηναίων Ἀνδοκ. 18. 12· ὑμῶν Λυσ. 157. 7· σὸς Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· καὶ κατὰ κωμ. μεταφοράν, οἴνου π. ὢν κρατίστου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν, θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 253· π. δῆμος = ὁ τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 574. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. adj. m. de la cité, de l’État;
II. subst. ὁ πολίτης :
1 citoyen;
2 p. ext. concitoyen.
Étymologie: πόλις.
English (Autenrieth)
citizen, only pl.
English (Strong)
from πόλις; a townsman: citizen.
English (Thayer)
πολιτου, ὁ (πόλις), from Homer down, a citizen; i. e.
a. the inhabitant of any city or conntry: πόλεως, τῆς χώρας ἐκείνης, a fellow-citizen, fellow-countryman, (Plato, Apology, p. 37c.; others): with the genitive of a person, has τόν πλησίον) from רֵעַ , as in Proverbs 24:28>).