σωματικός: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[σῶμα]]; [[corporeal]] or [[physical]]: [[bodily]]. | |strgr=from [[σῶμα]]; [[corporeal]] or [[physical]]: [[bodily]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=σωματική, σωματικον ([[σῶμα]]), from [[Aristotle]] [[down]], "[[corporeal]] (Vulg. corporalis), [[bodily]];<br /><b class="num">a.</b> having a [[bodily]] [[form]] or [[nature]]": σωματικῷ εἴδει, [[ἀσώματος]], [[Philo]] de opif. mund. § 4).<br /><b class="num">b.</b> pertaining to the [[body]]: ἡ [[γυμνασία]], [[ἕξις]], Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, [[Aristotle]], eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου [[τῶν]] σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:11, 28 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the body, bodily, opp. ψυχικός, ἔργα Arist.EN1101b33; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib.1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib.1152a5; πόνοι SIG708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι PFay.21.10 (ii A.D.); ἀσθένεια BGU 1773.13 (i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.). 2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An.404b31, cf. Metaph.987a4, Ph.214a12, Ti. Locr.96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf. μελοθεσία 1.1) to . ., Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: Comp. -ώτερος Thphr.CP1.14.3: Sup. σωμᾰτ-ώτατος Id.Sens.37. Adv. -κῶς corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e; ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται OGI664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. -κῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: Comp. -ώτερον S.E.P.1.7. 3 forming a corpus, αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198.
German (Pape)
[Seite 1060] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; οὐσία, Plat. Tim. Locr. 96 a; πάθη, Arist. eth. 10, 3, 6; ῥώμη, δύναμις, Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σῶμα, Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ ψυχικός, ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· πάθη αὐτόθι 10. 3, 6· ἡδοναὶ αὐτόθι 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) σωματικός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ ἀσώματος, Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le corps, corporel.
Étymologie: σῶμα.
English (Strong)
from σῶμα; corporeal or physical: bodily.
English (Thayer)
σωματική, σωματικον (σῶμα), from Aristotle down, "corporeal (Vulg. corporalis), bodily;
a. having a bodily form or nature": σωματικῷ εἴδει, ἀσώματος, Philo de opif. mund. § 4).
b. pertaining to the body: ἡ γυμνασία, ἕξις, Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, Aristotle, eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])).