ἀσκός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(strοng)
(T22)
Line 30: Line 30:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from the [[same]] as [[ἀσκέω]]; a [[leathern]] (or [[skin]]) [[bag]] used as a [[bottle]]: [[bottle]].
|strgr=from the [[same]] as [[ἀσκέω]]; a [[leathern]] (or [[skin]]) [[bag]] used as a [[bottle]]: [[bottle]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἀσκοῦ, ὁ, a [[leathern]] [[bag]] or [[bottle]], in [[which]] [[water]] or [[wine]] [[was]] kept: [[Homer]] [[down]]; the Sept.) (BB. DD. [[under]] the [[word]] <TOPIC:Bottle>; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 92.)
}}
}}

Revision as of 18:12, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκός Medium diacritics: ἀσκός Low diacritics: ασκός Capitals: ΑΣΚΟΣ
Transliteration A: askós Transliteration B: askos Transliteration C: askos Beta Code: a)sko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A skin, hide, PFay.121.9 (i/ii A. D.); but usually, skin made into a bag, esp. wineskin, οἶνον . . ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78; ἀσκὸν . . μέλανος οἴνοιο 5.265, 9.196; ἀσκὸς βοός, of the bag in which Aeolus bottled up the winds, Od.10.19, cf. 45,57; ἀσκοὺς καμήλων skins of camel's hide, Hdt.3.9; ἀ. Μαρσύεω bag made from the skin of Marsyas, Id.7.26; ἀ. ἀφύσητος Hp.Art.47; εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Pl.Euthd.285c; ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις X.An.6.4.23, cf. Th.4.26; ἀσκοὶ πεφυσαμένοι, of mankind, Epich. 246; ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀ. Timo 11; ἀσκός, of the human skin, Ph.2.462.    2 paunch, belly, Archil.72; in oracular language, E.Med.679, Plu.Thes.3.    3 bellows, Plb.21.28.15, Ath.10.456d.    4 bagpipes, Gal.4.459.    5 prov., wineskin, of a toper, Antiph.19: prov., ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀ. εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι Alex.85; "ἀσκός, πέλεκυς" in a child's game, Thphr.Char.5.5; ἀσκὸν δείρειν flay alive, hence, abuse, maltreat, Ar.Nu.442:—Pass., ἀσκὸς δεδάρθαι Sol.33.7.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκός: ὁ, ὁ ἀσκός, κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», οἶνον εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, ἀσκωλιάζω: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ κοιλία, ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι πόδα, «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, πόδα δὲ τὸ μόριον» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ πάλαι οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων ὕβωμα εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) καθόλου, ἡ γαστήρ, Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες ὄνομα διὰ παιδίον, καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «ἀσκός, πέλεκυς» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. πέλεκυς· ― οὕτως, ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ ῥίζα ἀβέβαιος.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 peau d’une bête écorchée;
2 outre.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. átka « vêtement, enveloppe ».

English (Autenrieth)

leather bottle, usually a goat skin (see cut, after a Pompeian painting), Il. 3.247 ; βοός, a skin to confine winds, Od. 10.19.

English (Slater)

ἀσκός
   1 skin bag ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1odre, pellejo de diversos animales αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78, cf. 9.126, βοός Od.10.19, καμήλων Hdt.3.9, ὄνειον Plb.8.21.3, gener., Th.4.26
de piel humana Μαρσύεω ἀσκός Hdt.7.26, cf. Aristid.Quint.90.21, ἀσκὸς ... δεδάρθαι Sol.23.7, τοὐμὸν σῶμ' αὐτοῖσιν παρέχω ... ἀσκὸν δείρειν Ar.Nu.442, εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει Pl.Euthd.285d, cf. Eust.1645.61
como símbolo del cuerpo ἀσκοὶ πεφυσαμένοι Epich.228, cf. Ph.2.152, σῶμα οὐδ' ὡς ἀ. Porph.Sent.28
en el prov. πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου ἀσκόν oponiendo el cuerpo al alma del filósofo, Ph.2.462
usado para líquidos diversos οἴνοιο Od.5.265, Hdt.1.214, 2.121δ, E.Cyc.145, 147, 525, LXX 1Re.10.3, D.C.78.1.3
ὕδατος Hdt.3.9, LXX Ge.21.14, 15, 19, cf. ὑδρία Hsch., τοῦ γάλακτος LXX Id.4.19
mit. τῶν ἀνέμων Plb.34.2.11
usado por nadadores como flotador, X.An.3.5.9, Lyc.75, como funda para arrojar un cadáver al agua, Theopomp.Hist.96B
en medic. para aplicar calor ὕδωρ θερμὸν ἐν ἀσκῷ Hp.Acut.21, Mul.1.61, cf. Nat.Puer.25.3, para reducir luxaciones, Hp.Art.47
milit. como defensa ἀσκοὺς ... πεφυσημένους ἢ πεπληρωμένους τινῶν Aen.Tact.32.3
usos gener., Ar.Ach.549, E.Cyc.161, X.An.6.4.23
fig. de obesos y borrachos ἀσκὸς ἐγένεθ' ἡ κόρη οἴνου πλέως Ar.Th.733, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος ... ἀσκὸν καλοῦσι Antiph.19, cf. Ar.Ach.1002, Alex.85.4.
2 vientre, barriga, pellejo πεσεῖν ... ἐπ' ἀσκὸν Archil.205, ἡ δὲ γαστήρ μου ... ὥσπερ ἀ. LXX Ib.32.19
esp. del orác. délf. sobre la abstinencia sexual del varón ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα no abrir el cuello que sobresale del odre c. doble sent., E.Med.679, cf. Orác. en Plu.Thes.3, Paus.1.20.7
de un juego que no conocemos (el «ἀσκολιασμός»?) «ἀσκός, πέλεκυς», τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν Thphr.Char.5.5
prov. ἀσκῷ φλαυρίζεις Diogenian.1.2.100.
II objetos diversos
1 fuelle ἀσκόν, ᾧπερ οἱ χαλκεῖς χρῶνται Plb.21.28.15, cf. Ath.456d, Hsch.H.Hom.7.1.3.
2 gaita τοὺς ἀσκοὺς ἐμφυσῶντες Gal.4.459, cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9.
3 sent. dud., quizá correa de sandalia PLond.402ue.10 (II a.C.).

• Etimología: Dud. Algunos lo derivan de *H2ed-k- en el sent. de ‘envolver’, ‘cubrir’, cf. ai. átka-, av. adka- ‘abrigo’, het. ḫatka ‘cerrar’, donde -σκ- < -tk-. Otros de *ἀγσ-κος ‘piel de cabra’, cf. ai. ajá-, tb. rel. por otros c. beoc. Ϝασκώνδας de *Ϝασ- ‘piel desollada’, pero la Ϝ- inicial no está confirmada.

English (Strong)

from the same as ἀσκέω; a leathern (or skin) bag used as a bottle: bottle.

English (Thayer)

ἀσκοῦ, ὁ, a leathern bag or bottle, in which water or wine was kept: Homer down; the Sept.) (BB. DD. under the word <TOPIC:Bottle>; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 92.)