κατάδηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] intensive and [[δῆλος]]; [[manifest]]: [[far]] [[more]] [[evident]].
|strgr=from [[κατά]] intensive and [[δῆλος]]; [[manifest]]: [[far]] [[more]] [[evident]].
}}
{{Thayer
|txtha=κατάδηλόν ([[δῆλος]]), [[thoroughly]] [[clear]], [[plain]], [[evident]]: [[Sophocles]]), [[Herodotus]], [[Xenophon]], [[Plato]], others) (Cf. [[δῆλος]], at the [[end]].)
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδηλος Medium diacritics: κατάδηλος Low diacritics: κατάδηλος Capitals: ΚΑΤΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: katádēlos Transliteration B: katadēlos Transliteration C: katadilos Beta Code: kata/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A manifest, visible, τούτοις οὐ κ. ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ . . ὄρους Th.4.44; κ. γενέσθαι to be discovered, Hdt.1.5, 3.68; κ. μᾶλλον . . τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Th.8.10; κατάδηλον ποιῆσαι make known, discover, Hdt.3.88, cf. Phld.Vit.Herc.1457.10: c. part., φυλάσσων κ. ἔσται S.OC1214 (lyr.); κ. γίγνονται προσποιούμενοι Pl.Ap.23d, etc.; κ. ὦσιν ὅτι... κ. ἔσται ὡς . ., Id.Prt.342b, 355b, cf. Arist.Top.109b2, Ep.Hebr.7.15, etc. Adv. -λως Poll.6.207.

German (Pape)

[Seite 1346] sehr deutlich, offenbar; σκαιοσύναν φυλάσσων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται Soph. O. C. 1216, es wird sich zeigen, daß er; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε, entdeckte, Her. 3, 88, vgl. 3, 68; οὐκοῦν ταῦτα πάντα τυγχάνει ὄντα κατάδηλα σαφῶς Plat. Rep. IV, 444 c; c. partic., κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι εἰδέναι Apol. 23 d; ὅτι, ὡς, Prot. 342 b 355 b. – Adv., Poll. 6, 207.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, καταφανής, ὁρατός, τούτοις οὐ κατάδηλος ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· κατάδηλος γίγνομαι, γίνομαι φανερός, ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. μᾶλλον… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· μετὰ μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. εἶναι ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, Πολυδ. Ϛ', 207.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, très évident.
Étymologie: κατά, δῆλος.

English (Strong)

from κατά intensive and δῆλος; manifest: far more evident.

English (Thayer)

κατάδηλόν (δῆλος), thoroughly clear, plain, evident: Sophocles), Herodotus, Xenophon, Plato, others) (Cf. δῆλος, at the end.)