ψίλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6_3) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψίλαξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, = [[ψιλός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 705· «[[ψίλαξ]] ποιηταί, ὡς Ἀριστοφάνης, ψιλὸς δὲ καὶ [[λεῖος]] λογογράφοι» Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 928, πρβλ. καὶ Μοῖριν σ. 419. | |lstext='''ψίλαξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, = [[ψιλός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 705· «[[ψίλαξ]] ποιηταί, ὡς Ἀριστοφάνης, ψιλὸς δὲ καὶ [[λεῖος]] λογογράφοι» Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 928, πρβλ. καὶ Μοῖριν σ. 419. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[ψιλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλ</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
(A) [ῑ], ακος, ὁ,
A = ψιλός, Ar.Fr.891.
ψίλαξ (B), ακος, ὁ, epith. of Dionysus at Amyclae, Paus.3.19.6; he explains it as
A winged (from ψίλον Dor. for πτίλον), which suggests that it has ῐ.
Greek (Liddell-Scott)
ψίλαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, = ψιλός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 705· «ψίλαξ ποιηταί, ὡς Ἀριστοφάνης, ψιλὸς δὲ καὶ λεῖος λογογράφοι» Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 928, πρβλ. καὶ Μοῖριν σ. 419.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
ψιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].