χύλισμα: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_3) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χύλισμα''': [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ [[χυλός]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3. | |lstext='''χύλισμα''': [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ [[χυλός]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[χυλίζω]]<br />[[εκχύλισμα]] (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ [[εἶδος]] τοῡ χυλίσματος», <b>Διοσκ.</b><br />β. «ἀκακίας [[χύλισμα]]», Ορειβ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A the extracted juice of plants, Thphr. HP9.8.3, Dsc.3.19, Eup.1.35, Zopyr. ap. Orib.14.64.3, Archig. ap. Gal.12.855.
Greek (Liddell-Scott)
χύλισμα: [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ χυλός, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ χυλίζω
εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῡ χυλίσματος», Διοσκ.
β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.).