χώρισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_21) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χώρισμα''': τό, [[τόπος]] κεχωρισμένος, [[χώρισμα]] τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137. | |lstext='''χώρισμα''': τό, [[τόπος]] κεχωρισμένος, [[χώρισμα]] τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[χωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρισμός]], [[αποχωρισμός]]<br /><b>2.</b> [[τοίχος]], [[σανίδωμα]] ή [[καθετί]] [[άλλο]] με το οποίο διαχωρίζεται [[ένας]] [[χώρος]] σε άλλους μικρότερους (α. «[[χώρισμα]] διαμερίσματος» β. «[[χώρισμα]] ντουλάπας» γ. «[[χώρισμα]] κιβωτίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέρος]] χωριστό από τον [[υπόλοιπο]] χώρο, [[ιδιαίτερος]] [[χώρος]] («[[χώρισμα]] τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a separated space, Sch.B Il.5.137.
Greek (Liddell-Scott)
χώρισμα: τό, τόπος κεχωρισμένος, χώρισμα τῆς αὐλῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 137.
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ χωρίζω
νεοελλ.
1. χωρισμός, αποχωρισμός
2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου»)
μσν.-αρχ.
μέρος χωριστό από τον υπόλοιπο χώρο, ιδιαίτερος χώρος («χώρισμα τῆς αὐλῆς», Σχόλ.Ιλ.).