άριστον

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].