βράκα
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
η (AM βράκα)
μσν.- νεοελλ.
ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους
αρχ.
περισκελίδες, παντελόνια των Κελτών και άλλων βαρβάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην αρχ. Ελληνική απαντά ο πληθ. βράκαι, που αποτελεί δάνειο γαλατικής προελεύσεως που εισήχθη επίσης στη Λατινική με τον τ. bracae].
(II)
η
μεγάλο βρακί αντρικό ή γυναικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του βρακί].