βετεράνος

From LSJ
Revision as of 11:32, 2 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek (Liddell-Scott)

βετεράνος: βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.

Spanish (DGE)

v. οὐετρανός.

Greek Monolingual

ο (AM βετερᾶνος)
ο εμπειροπόλεμος παλαιός πολεμιστής
αρχ.
εξασκημένος, έμπειρος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. επίθ.) veteranus (-a, -um) «παλαιός» (< vetus, veteris «παλαιός, αρχαίος»)].