τατᾶ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
voc.,
A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.
Greek Monolingual
και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].