ἑκασταχοῦ

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκαστᾰχοῦ Medium diacritics: ἑκασταχοῦ Low diacritics: εκασταχού Capitals: ΕΚΑΣΤΑΧΟΥ
Transliteration A: hekastachoû Transliteration B: hekastachou Transliteration C: ekastachoy Beta Code: e(kastaxou=

English (LSJ)

Adv.

   A everywhere, Th.3.82, Pl.Phdr. 257e, al.

German (Pape)

[Seite 751] überall; Thuc. 3, 82; Plat. Phaedr. 257 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκασταχοῦ: ἐπίρρ., πανταχοῦ, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἑκασταχόθι.
Étymologie: ἕκαστος, -αχοῦ.

Spanish (DGE)

adv. en cada sitio διαφορῶν οὐσῶν ἑ. τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις Th.3.82, οἱ ἂν ἑ. ἐπαινῶσιν αὐτούς Pl.Phdr.257e, τὸ προστυχὸν ἑ. δηλώσει (el desarrollo del discurso) a medida que aparezca en cada sitio (lo) mostrará Pl.Criti.109a, πεπολιτευμέναι δ' αὖ πάσας πολιτείας πολλάκις ἑ. Pl.Lg.676c
dep. de part. o adj. οἱ ἑ. ἄρχοντες Th.5.20, οἱ ἑ. παραταξάμενοι Anon.Hist. en Aeg.52.1972.106, οἱ ἑ. πολιτεύομενοι IMylasa 613.8 (V d.C.), (νοῦς) ἑ. πλήρης Plot.3.2.16, tb. adnom. προκαλέσασθαι τοὺς ἑ. κτήτοράς τε καὶ γεωργούς PBeatty Panop.2.225 (III d.C.), ἀφ' ἑ. τόπου PMasp.151.41 (VI d.C.)
c. verb. de mov. por todas partes ἑ. διαπέμπων τοὺς ἡγεμόνας Plu.Mar.20.

Greek Monolingual

ἑκασταχοῡ (AM)
επίρρ.
1. σε κάθε τόπο, παντού, οπουδήποτε
2. κατά διαστήματα, που και που, εδώ κι εκεί.

Greek Monotonic

ἑκασταχοῦ: (ἕκαστος), επίρρ., παντού, σε Θουκ. κ.λπ.